άνηθος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(4)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[άνηθο]].
|mltxt=[[άνηθο]], το κ. [[άνηθος]], ο (AM [[ἄνηθον]] κ. [[ἄννηθον]] κ. [[ἄνητον]] κ. [[ἄννητον]])<br />αρωματικό [[φυτό]] της οικ. των Σκιαδοφόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] της Ελληνικής].
}}
}}

Revision as of 11:25, 29 March 2023

Greek Monolingual

άνηθο, το κ. άνηθος, ο (AM ἄνηθον κ. ἄννηθον κ. ἄνητον κ. ἄννητον)
αρωματικό φυτό της οικ. των Σκιαδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο της Ελληνικής].