Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ετερομερής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἑτερομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο [[ανομοιομερής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερομερή</i><br />α) [[άνθη]] τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα<br />β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε [[ομάδα]] κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[μονόπλευρος]] («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, [[ἑτερομερής]] τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ [[βίος]]», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερομερές</i><br />ο [[χωρισμός]] («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἑτερομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο [[ανομοιομερής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερομερή</i><br />α) [[άνθη]] τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα<br />β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε [[ομάδα]] κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[μονόπλευρος]] («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, [[ἑτερομερής]] τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ [[βίος]]», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερομερές</i><br />ο [[χωρισμός]] («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[πολυμερής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ές (Α ἑτερομερής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή
α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα
β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε ομάδα κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος, ο μονόπλευρος («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, ἑτερομερής τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος», Στοβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερομερές
ο χωρισμός («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυμερής].