ραβδιστήρα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[είδος]] μακριού ραβδιού που χρησιμοποιείται για το [[ράβδισμα]] τών καρπών τών δέντρων και [[ιδίως]] τών ελιών, τών καρυδιών και τών αμυγδαλιών, αλλ. [[ραβδιστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ραβδίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>(<i>α</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>βαφτισ</i>-<i>τήρα</i>, <i>ποτισ</i>-<i>τήρα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br />[[είδος]] μακριού ραβδιού που χρησιμοποιείται για το [[ράβδισμα]] τών καρπών τών δέντρων και [[ιδίως]] τών ελιών, τών καρυδιών και τών αμυγδαλιών, αλλ. [[ραβδιστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ραβδίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>(<i>α</i>) (<b>πρβλ.</b> [[βαφτιστήρα]], [[ποτιστήρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
είδος μακριού ραβδιού που χρησιμοποιείται για το ράβδισμα τών καρπών τών δέντρων και ιδίως τών ελιών, τών καρυδιών και τών αμυγδαλιών, αλλ. ραβδιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα -τήρ(α) (πρβλ. βαφτιστήρα, ποτιστήρα)].