μυάγρα: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μυάγρα]] και ιων. τ. μυάγρη)<br />[[παγίδα]] με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[τρεις]] λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας [[ξύλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» ( | |mltxt=η (Α [[μυάγρα]] και ιων. τ. μυάγρη)<br />[[παγίδα]] με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[τρεις]] λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας [[ξύλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» ([[πρβλ]]. [[ποδάγρα]], [[πυράγρα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:25, 8 May 2023
English (LSJ)
ἡ, (μῦς) A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:— also μύαγρον, τό, Gloss. II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.
German (Pape)
[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.
Russian (Dvoretsky)
μυάγρα: ἡ мышеловка Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.
Greek Monolingual
η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδάγρα, πυράγρα)].
Greek Monotonic
μυάγρα: ἡ (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.
Middle Liddell
μυ-άγρα, ἡ, [μῦς]
a mouse-trap, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ποντικοπαγίδα). Σύνθετο ἀπό τό μῦς (=ποντικός) + ἄγρα (=κυνήγι).