ομοστιχώ: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁμοστιχῶ, -άω (Α)<br />[[βαδίζω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[συμπορεύομαι]], [[συμβαδίζω]] στην [[ίδια]] [[σειρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>στιχῶμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στιχ</i>- του [[στείχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>στιχώ</i>].
|mltxt=ὁμοστιχῶ, -άω (Α)<br />[[βαδίζω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[συμπορεύομαι]], [[συμβαδίζω]] στην [[ίδια]] [[σειρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>στιχῶμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στιχ</i>- του [[στείχω]]), [[πρβλ]]. [[περιστιχώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοστιχῶ, -άω (Α)
βαδίζω μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι, συμβαδίζω στην ίδια σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στιχῶμαι (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. περιστιχώ].