ουρανομήκης: Difference between revisions
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[οὐρανομήκης]], -όμηκες)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, [[πανύψηλος]] («δένδρεα οὐρανομήκεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές<br />β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), | |mltxt=-ες (ΑΜ [[οὐρανομήκης]], -όμηκες)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, [[πανύψηλος]] («δένδρεα οὐρανομήκεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές<br />β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), [[πρβλ]]. [[ανδρομήκης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 10 May 2023
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ οὐρανομήκης, -όμηκες)
1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.)
2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές
β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ανδρομήκης].