πολύτροπος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτροπος]], -ον, ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως [[αλλά]] και του Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, [[πολυμήχανος]], [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) αυτός που περιπλανήθηκε σε [[πολλά]] μέρη, [[πολυπλάνητος]] («ἄνδρα μοι ἔννεπε,...πολύτροπον, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον πολύποδα) αυτός που στρέφεται με πολλούς τρόπους ή [[προς]] πολλές διευθύνσεις<br /><b>3.</b> αυτός που μεταβάλλει τις διαθέσεις, τα αισθήματά του, ο [[άστατος]] («[[πολύτροπος]] ὄμιλος», Φωκυλ.)<br /><b>4.</b> (για νόσο) [[πολύπλοκος]] ή [[ευμετάβλητος]]<br /><b>5.</b> [[πολυποίκιλος]], [[πολλαπλός]] («πολύτροποι ἐπιθυμίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><i>τὸ πολύτροπον</i><br />α) η [[ευστροφία]] του πνεύματος, η [[πανουργία]]<br />β) [[ποικιλία]], [[πολλαπλότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυτρόπως</i> ΝΜΑ<br />με πολλούς τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>τροπος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτροπος]], -ον, ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως [[αλλά]] και του Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, [[πολυμήχανος]], [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) αυτός που περιπλανήθηκε σε [[πολλά]] μέρη, [[πολυπλάνητος]] («ἄνδρα μοι ἔννεπε,...πολύτροπον, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον πολύποδα) αυτός που στρέφεται με πολλούς τρόπους ή [[προς]] πολλές διευθύνσεις<br /><b>3.</b> αυτός που μεταβάλλει τις διαθέσεις, τα αισθήματά του, ο [[άστατος]] («[[πολύτροπος]] ὄμιλος», Φωκυλ.)<br /><b>4.</b> (για νόσο) [[πολύπλοκος]] ή [[ευμετάβλητος]]<br /><b>5.</b> [[πολυποίκιλος]], [[πολλαπλός]] («πολύτροποι ἐπιθυμίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><i>τὸ πολύτροπον</i><br />α) η [[ευστροφία]] του πνεύματος, η [[πανουργία]]<br />β) [[ποικιλία]], [[πολλαπλότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυτρόπως</i> ΝΜΑ<br />με πολλούς τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), [[πρβλ]]. [[ιδιότροπος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm