σιδηρόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του σιδήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>χρωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του σιδήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), [[πρβλ]]. [[ποικιλόχρωμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλόχρωμος].