συρμάτινος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />κατασκευασμένος από [[σύρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />κατασκευασμένος από [[σύρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
κατασκευασμένος από σύρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].