τελειόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
(41)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τελεόκαρπος]], -ον, Μ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει τέλειους, ώριμους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μικρό</i>-<i>καρπος</i>)].
|mltxt=και [[τελεόκαρπος]], -ον, Μ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει τέλειους, ώριμους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[μικρόκαρπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τελειόκαρπος: ἢ τελεόκ-, ον, ὁ παράγων τέλειον καρπόν, Κ. Μανασσ. Χρον. 98.

Greek Monolingual

και τελεόκαρπος, -ον, Μ
(για φυτό) αυτός που έχει τέλειους, ώριμους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + καρπός (πρβλ. μικρόκαρπος)].