ημιθωράκιο: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ημιθωράκιον)<br />το πρόσθιο μισό [[μέρος]] του θώρακα, δεξιό ή αριστερό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>θωράκ</i>-<i>ιο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>θωρακ</i>- του [[θώραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>)].
|mltxt=το (Α ημιθωράκιον)<br />το πρόσθιο μισό [[μέρος]] του θώρακα, δεξιό ή αριστερό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>θωράκ</i>-<i>ιο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>θωρακ</i>- του [[θώραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[παιδίον]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

το (Α ημιθωράκιον)
το πρόσθιο μισό μέρος του θώρακα, δεξιό ή αριστερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θωράκ-ιο(ν) (< θ. θωρακ- του θώραξ, -ακος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].