ἐκδιαίτησις: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekdiaitisis | |Transliteration C=ekdiaitisis | ||
|Beta Code=e)kdiai/thsis | |Beta Code=e)kdiai/thsis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[change of habits]], | |Definition=-εως, ἡ, [[change of habits]], Ph.1.360, Plu.''Alex.''45: c.gen., <b class="b3">τῶν πατρίων, τοῦ κατὰ φύσιν βίου</b>, Ph.2.76, Plu.2.493c. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cambio de hábitos]] παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, <i>Agis</i> 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. αὐτοῦ καὶ μεταβολή Plu.<i>Alex</i>.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει <i>Lex.Vind</i>.86.3.<br /><b class="num">2</b> ἐ. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cambio de hábitos]] παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, <i>Agis</i> 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. αὐτοῦ καὶ μεταβολή Plu.<i>Alex</i>.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει <i>Lex.Vind</i>.86.3.<br /><b class="num">2</b> ἐ.· ἡ τρυφή Sud. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, change of habits, Ph.1.360, Plu.Alex.45: c.gen., τῶν πατρίων, τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Ph.2.76, Plu.2.493c.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cambio de hábitos παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.Cat.Ma.16, Agis 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. αὐτοῦ καὶ μεταβολή Plu.Alex.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει Lex.Vind.86.3.
2 ἐ.· ἡ τρυφή Sud.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, die Aenderung der bisherigen, gewohnten Lebensart; καὶ μεταβολή Plut. Alex. 45; a. Sp.; τῶν πατρίων, die Abweichung von, Philo.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'écarter d'un régime ou d'une règle, changement d'habitudes.
Étymologie: ἐκδιαιτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιαίτησις: εως ἡ отступление, отклонение (τῶν πατρίων ἐθῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, μεταβολὴ ἕξεων, Πλουτ. Ἀλεξ. 45, κτλ.
Greek Monolingual
ἐκδιαίτησις, η (Α)
μεταβολή έξεων και τρόπου ζωής.
Greek Monotonic
ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, αλλαγή, τροποποίηση, μεταβολή συνηθειών, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐκδιαίτησις, εως
change of habits, Plut.