ἐκδιαίτησις
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
-εως, ἡ, change of habits, Ph.1.360, Plu.Alex.45: c.gen., τῶν πατρίων, τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Ph.2.76, Plu.2.493c.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cambio de hábitos παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.Cat.Ma.16, Agis 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. αὐτοῦ καὶ μεταβολή Plu.Alex.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει Lex.Vind.86.3.
2 ἐ.· ἡ τρυφή Sud.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, die Aenderung der bisherigen, gewohnten Lebensart; καὶ μεταβολή Plut. Alex. 45; a. Sp.; τῶν πατρίων, die Abweichung von, Philo.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'écarter d'un régime ou d'une règle, changement d'habitudes.
Étymologie: ἐκδιαιτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιαίτησις: εως ἡ отступление, отклонение (τῶν πατρίων ἐθῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, μεταβολὴ ἕξεων, Πλουτ. Ἀλεξ. 45, κτλ.
Greek Monolingual
ἐκδιαίτησις, η (Α)
μεταβολή έξεων και τρόπου ζωής.
Greek Monotonic
ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, αλλαγή, τροποποίηση, μεταβολή συνηθειών, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐκδιαίτησις, εως
change of habits, Plut.