πεπαιδευμένος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[παιδεύω]]. Επιρ. [[πεπαιδευμένως]] Α<br />με τρόπο που αρμόζει σε μορφωμένο άνθρωπο, κοσμίως.
|mltxt=-η, -ο<br /> αυτός που απέκτησε ανώτερη [[μόρφωση]], [[μορφωμένος]]. <b>βλ.</b> [[παιδεύω]]. Επιρ. [[πεπαιδευμένως]] Α<br />με τρόπο που αρμόζει σε μορφωμένο άνθρωπο, κοσμίως.
}}
}}