πεπαιδευμένος
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (Woodhouse)
(see also: παιδεύω) cultured, educated
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που απέκτησε ανώτερη μόρφωση, μορφωμένος. βλ. παιδεύω. Επιρ. πεπαιδευμένως Α
με τρόπο που αρμόζει σε μορφωμένο άνθρωπο, κοσμίως.