ξεστομίζω: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ξεστομώ, ξεστομάω<br />(συν. σχετικά με απρεπή [[λόγια]]) [[βγάζω]] από το [[στόμα]] μου, [[εκστομίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκ</i>-<i>στομίζω</i> (αόρ. <i>ἐξ</i>-<i>εστόμισα</i>) <b>βλ.</b> <i>λ</i>. <i>ξ</i>(<i>ε</i>)-].
|mltxt=και ξεστομώ, ξεστομάω<br />(συν. σχετικά με απρεπή [[λόγια]]) [[βγάζω]] από το [[στόμα]] μου, [[εκστομίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εκστομίζω|ἐκστομίζω]] (αόρ. <i>ἐξ</i>-<i>εστόμισα</i>) <b>βλ.</b> <i>λ</i>. <i>ξ</i>(<i>ε</i>)-].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 16 January 2024

Greek Monolingual

και ξεστομώ, ξεστομάω
(συν. σχετικά με απρεπή λόγια) βγάζω από το στόμα μου, εκστομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκστομίζω (αόρ. ἐξ-εστόμισα) βλ. λ. ξ(ε)-].