τραχεΐτιδα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(41)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τραχειίτιδα]] και [[τραχείτιδα]], η, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου της τραχείας, σπάνια μεμονωμένη, και [[πάντοτε]] [[σχεδόν]] σε συνδυασμό με [[ρινίτιδα]], [[λαρυγγίτιδα]] ή [[βρογχίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b>, γαλλ. <i>tracheite</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τραχεία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδα</i>)].
|mltxt=και [[τραχειίτιδα]] και [[τραχείτιδα]], η, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου της τραχείας, σπάνια μεμονωμένη, και [[πάντοτε]] [[σχεδόν]] σε συνδυασμό με [[ρινίτιδα]], [[λαρυγγίτιδα]] ή [[βρογχίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b>, γαλλ. <i>tracheite</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τραχεία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδα</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[tracheitis]]===
Catalan: traqueïtis; Czech: tracheitida; Esperanto: trakeito; French: [[trachéite]]; Greek: [[τραχεΐτιδα]], [[τραχειίτιδα]], [[τραχείτιδα]]; Ancient Greek: [[κατασταγμός ἀρτηρίας]]; Hungarian: légcsőhurut, légcsőgyulladás; Ido: trakeito; Italian: [[tracheite]]; Persian: تراکئیت‎; Portuguese: [[traqueíte]]; Spanish: [[traqueítis]]; Turkish: trakeit; Vietnamese: viêm khí quản
}}
}}

Revision as of 18:30, 18 January 2024

Greek Monolingual

και τραχειίτιδα και τραχείτιδα, η, Ν
ιατρ. φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας, σπάνια μεμονωμένη, και πάντοτε σχεδόν σε συνδυασμό με ρινίτιδα, λαρυγγίτιδα ή βρογχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ., γαλλ. tracheite (< τραχεία + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα)].

Translations

tracheitis

Catalan: traqueïtis; Czech: tracheitida; Esperanto: trakeito; French: trachéite; Greek: τραχεΐτιδα, τραχειίτιδα, τραχείτιδα; Ancient Greek: κατασταγμός ἀρτηρίας; Hungarian: légcsőhurut, légcsőgyulladás; Ido: trakeito; Italian: tracheite; Persian: تراکئیت‎; Portuguese: traqueíte; Spanish: traqueítis; Turkish: trakeit; Vietnamese: viêm khí quản