ἀλωπεκίζω
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A play the fox, οὐκ ἔστιν ἀλωπεκίζειν Ar.V.1241; ἄλλοις ἀλωπέκιζε τοῖς ἀπειρήτοις Babr.95.64: prov., ἀ. πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα 'Greek meets Greek', Zen.1.70.
II trans., overreach, Hsch.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
hacerse el zorro, ser un zorro, zorrear οὐκ ἔστιν ἀλωπεκίζειν Carm.Conu.29a, cf. Babr.95.64, Hsch., ἀ. πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα hacerse el zorro frente a otro zorro e.d. ir de pillo a pillo Aristaenet.1.25.34, Zen.1.70.
German (Pape)
[Seite 113] fuchsschwänzen, Ränke machen, Ar. Vesp. 1241; πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα Zenob. I, 70; Sp. auch betrügen.
French (Bailly abrégé)
faire le renard, user de ruse.
Étymologie: ἀλώπηξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλωπεκίζω: (ᾰ) быть лисой, хитрить Arph., Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπεκίζω: μιμοῦμαι τὴν ἀλώπεκα, εἶμαι πανοῦργος, δόλιος, Λατ. vulpinari· οὐκ ἔστιν ἀλωπεκίζειν, Ἀριστοφ. Σφ. 1241· ἄλλοις ἀλωπέκιζε τοῖς ἀπειρήτοις, Βαβρ. 95. 64: - παροιμ. ἀλ. πρὸς ἀλώπεκα, = «κλέπτω τὸν κλέπτην.» ΙΙ. μεταβατ. ἐξαπατῶ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀλωπεκίζω (AM)
1. φέρομαι δόλια σαν αλεπού, εξαπατώ
2. (παρ. φρ.) «ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα», κλέβω τον κλέφτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίζω].
Greek Monotonic
ἀλωπεκίζω: μέλ. -σω (ἀλώπηξ), μιμούμαι την αλεπού, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[ἀλωπήξ]
to play the fox, Ar.