αιδοίος: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=αἰδοῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] σεβασμού, [[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[σεμνός]], [[χρηστός]]<br /><b>2.</b> (για ξένους και ικέτες) αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] προστασίας<br /><b>3.</b> (για πράγματα, όπως το [[γέρας]] ή ο [[χρυσός]]) [[αξιοσέβαστος]], [[πολύτιμος]]<br /><b>4.</b> ο [[πλήρης]] σεβασμού, [[σεμνός]], [[δειλός]], [[ντροπαλός]]<br /><b>5.</b> <i>Αἰδοῖος [[Ζεύς]], ο Δίας ως [[θεός]] του ελέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰδόσ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἰδώς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιδοίο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
αἰδοῖος, -α, -ον (Α)
1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός
2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας
3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος
4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός, ντροπαλός
5. Αἰδοῖος Ζεύς, ο Δίας ως θεός του ελέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰδόσ-ιος < αἰδώς.
ΠΑΡ. αιδοίο].