Κώος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και [[Κώϊος]]) [[Κως]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κώος]], <i>η Κώα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό ουσ.)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ὁ [[κώος]]<br />α) η καλύτερη ρίξη στο [[παιχνίδι]] τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε [[αντιδιαστολή]] με τον <i>χῑο</i>, που αντιστοιχούσε με 1<br />β) [[μέτρο]] οίνου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ κῷον</i><br />ελαφρό ημιδιαφανές [[ένδυμα]] που κατασκευαζόταν στην Κω<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ κῷα</i><br />τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έξω, τα <i>χῑα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στον τ. [[κώϊον]]) [[ενέχυρο]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και [[Κώϊος]]) [[Κως]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κώος]], <i>η Κώα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό ουσ.)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ὁ [[κώος]]<br />α) η καλύτερη ρίξη στο [[παιχνίδι]] τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε [[αντιδιαστολή]] με τον <i>χῑο</i>, που αντιστοιχούσε με 1<br />β) [[μέτρο]] οίνου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ κῷον</i><br />ελαφρό ημιδιαφανές [[ένδυμα]] που κατασκευαζόταν στην Κω<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ κῷα</i><br />τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έξω, τα <i>χῖα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στον τ. [[κώϊον]]) [[ενέχυρο]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και Κώϊος) Κως
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω
νεοελλ.
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα
ο κάτοικος της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω
αρχ.
(ως προσηγορικό ουσ.)
1. (το αρσ.) ὁ κώος
α) η καλύτερη ρίξη στο παιχνίδι τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε αντιδιαστολή με τον χῑο, που αντιστοιχούσε με 1
β) μέτρο οίνου
2. (το ουδ.) τὸ κῷον
ελαφρό ημιδιαφανές ένδυμα που κατασκευαζόταν στην Κω
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ κῷα
τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε αντιδιαστολή προς τα έξω, τα χῖα
4. (κατά τον Ησύχ. στον τ. κώϊον) ενέχυρο.