3,274,216
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(εγκλιτ. [[μόριο]]) ΧΡΗΣΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό της σημασίας της λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, [[πάρα]] πολύ<br /><b>2.</b> (ειδικά) Ι. ([[ιδίως]] στον Όμ. σε [[συνεκφορά]] με τη μτχ. <i>ὤν</i> ως επιτατικό [[αλλά]] και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή [[πράγματι]] («Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (συν. με τη μτχ. ὤν και ως εναντιωματικό) παρ' όλο που, αν και, [[μολονότι]] ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(εγκλιτ. [[μόριο]]) ΧΡΗΣΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό της σημασίας της λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, [[πάρα]] πολύ<br /><b>2.</b> (ειδικά) Ι. ([[ιδίως]] στον Όμ. σε [[συνεκφορά]] με τη μτχ. <i>ὤν</i> ως επιτατικό [[αλλά]] και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή [[πράγματι]] («Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (συν. με τη μτχ. ὤν και ως εναντιωματικό) παρ' όλο που, αν και, [[μολονότι]] («γενναῖός περ ὤν», <b>Σοφ.</b>)<br />III. (για εμφαντικότερη [[διαβεβαίωση]] ή [[υπογράμμιση]] όρου που αναφέρεται στην [[αμέσως]] προηγούμενη [[πρόταση]]) α) [[αφού]] τα πράγματα έχουν [[έτσι]]<br />β) [[τουλάχιστον]], [[πάντως]]<br />IV. (με συνδ. και αναφ. λέξεις [[συνήθως]] τους προσδίδει βεβαιωτική [[χροιά]]) α) (με υποθ. σύνδ.) [[είπερ]]<br />i) αν [[πράγματι]]<br />ii) και αν [[ακόμη]]<br />iii) εάν [[δηλαδή]]<br />β) (με χρον. σύνδ.) i) <i>ὅτε περ</i><br />όταν ακριβώς<br />ii)) [[πρίν]] περ</i><br />[[πριν]] [[ακόμη]]<br />γ) (με αιτιολ. σύνδ.) [[ἐπείπερ]],, <i>ἐπειδήπερ</i>, <i>δι</i>' <i>ὅτι περ</i><br />ακριβώς εξαιτίας του ότι, ακριβώς [[διότι]]<br />δ) (με αναφ. λ.) i) [[ὅσπερ]]<br />ο [[οποίος]] ακριβώς<br />ii) <i>οἷός περ</i><br />[[τέτοιος]] ακριβώς<br />iii) [[ὅσοσπερ]]<br />όσος ακριβώς<br />iv) [[ἔνθαπερ]]<br />[[εκεί]] ακριβώς<br />ν) [[οὗπερ]]<br />όπου ακριβώς<br />vi) [[ἧπερ]]<br />όπως ακριβώς<br />ε) (με το διαζευκτικό <i>ἤ</i> ή <i>ἠέ</i>), [[ἤπερ]], [[ἠέπερ]]<br />ή [[ακόμη]]<br />στ) (με το <i>καὶ</i>) [[καίπερ]]<br />αν και, [[μολονότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εγκλιτικό [[μόριο]] που αντιστοιχεί πιθ. με το λατ. -<i>per</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>nu</i>-<i>per</i>, <i>sem</i>-<i>per</i>, <i>paulis</i>-<i>per</i>) και ανάγεται στον ίδιο ΙΕ τ. <i>per</i> με τα: [[πέρα]], [[παρά]], [[περί]], <i>προ</i>].<br /> <b>(II)</b><br />Α<br />([[πρόθεση]]) (<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[περί]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |