υπεκκομίζω: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κρυφά]] έξω ή [[μακριά]] («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκκομίζομαι</i><br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[κρυφά]] διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε [[πάντα]] καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κρυφά]] έξω ή [[μακριά]] («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκκομίζομαι</i><br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[κρυφά]] διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε [[πάντα]] καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκομίζω]] «[[φέρνω]] έξω, [[φέρνω]] σε ασφαλές [[μέρος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κρυφά έξω ή μακριά («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», Θουκ.)
2. μέσ. ὑπεκκομίζομαι
μεταφέρω κάτι κρυφά διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκομίζω «φέρνω έξω, φέρνω σε ασφαλές μέρος»].