συναιχμαλωτίς: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναιχμάλωτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
German (Pape)
[Seite 997] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.
Greek (Liddell-Scott)
συναιχμαλωτίς: -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ συναιχμάλωτος, Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.