βαφιάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαφιάς]], ο (AM [[βαφεύς]], βαφέως, Μ και βαφέας)<br />αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βαφεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[βαφή]], οι δε τύποι <i>βαφέας</i> και [[βαφιάς]] [[είναι]] μεταπλασμένοι τ. του [[βαφεύς]].
|mltxt=[[βαφιάς]], ο (AM [[βαφεύς]], βαφέως, Μ και [[βαφέας]])<br />αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βαφεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[βαφή]], οι δε τύποι [[βαφέας]] και [[βαφιάς]] [[είναι]] μεταπλασμένοι τ. του [[βαφεύς]].
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 31 March 2024

Greek Monolingual

βαφιάς, ο (AM βαφεύς, βαφέως, Μ και βαφέας)
αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφεύς < βαφή, οι δε τύποι βαφέας και βαφιάς είναι μεταπλασμένοι τ. του βαφεύς.