Anonymous

πλημυρίς: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ίδος: [[rise]] of the [[sea]], [[swell]], [[flood]], Od. 9.486†.
|auten=ίδος: [[rise]] of the [[sea]], [[swell]], [[flood]], Od. 9.486†.
}}
{{elnl
|elnltext=πλημυρίς -ίδος, ἡ [πλήμη: vloed] Hom. -μῠ-, trag. -μῡ-, later -μῠ- en -μῡ- [[vloed]], [[vloedgolf]]. [[stroom]]:. σταγόνες... δυσχίμου πλημυρίδος druppels van een gruwelijke tranenstroom Aeschl. Ch. 186. opeenhoping van vocht. Hp. Acut. 62.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίδος, , Α<br /><b>βλ.</b> [[πλημμυρίδα]].
|mltxt=[[πλημμυρίδα]], η / [[πλημμυρίς]], πλημμυρίδος, ΝΜΑ, και [[πλήμυρις]] Α<br />η [[φάση]] της παλίρροιας [[κατά]] την οποία η [[στάθμη]] της θάλασσας ανυψώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από τον τ. [[πλήμη]] «[[πλημμυρίδα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πλημυρός</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ἁλμυρίς]]: [[ἁλμυρός]]: [[ἅλμη]]. Η ορθή [[γραφή]] της λ. [[είναι]] [[πλημυρίς]], ενώ οι τ. με δύο -<i>μμ</i>-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική [[θεώρηση]] της λ. ως σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μύρομαι]] «[[χύνω]] δάκρυα, [[κλαίω]]» ([[πρβλ]]. [[πλημμελής]]). Το -<i>υ</i>- του τ. [[είναι]] κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το -<i>ῡ</i>- των <i>πλήμῡρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλημυρ</i>-<i>jα</i>), <i>πλημῡρω</i>. Τέλος, ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στον τ. <i>πλήμυρις</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] το <i>ἀνάπτωτις</i> και πιθ. το [[πλήμυρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλημυρίς -ίδος, [πλήμη: vloed] Hom. -μῠ-, trag. -μῡ-, later -μῠ- en -μῡ- vloed, vloedgolf. stroom:. σταγόνες... δυσχίμου πλημυρίδος druppels van een gruwelijke tranenstroom Aeschl. Ch. 186. opeenhoping van vocht. Hp. Acut. 62.
}}
}}
{{etym
{{etym