αυχένας: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[αὐχήν]], -[[ένος]])<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαιμού, ο [[σβέρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τράχηλος]] της μήτρας<br /><b>2.</b> [[διάβαση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ράχες κορυφογραμμής, διάσελο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λαιμός]], [[τράχηλος]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] στενό [[τμήμα]] που συνδέει δύο άλλα πλατύτερα, [[λαιμός]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ισθμός]],[[πορθμός]]<br /><b>4.</b> (για την [[ξηρά]]) στενό [[πέρασμα]], [[χαράδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυχήν]] ([[πρβλ]]. αρμ. <i>awzi</i>--<i>k</i>' «[[λαιμός]], [[περιλαίμιο]]»), αιολ. <i>άμφην</i> (πιθ. και <i>αύφην</i>) [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], τα άμφηνκαι [[αυχήν]] πιθ. ανάγονται σε αρχικό τ. <i>άγχF</i>-<i>ην</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>amhu</i>- «[[στενός]]», ελλ. [[άγχω]]), από τον οποίο ο τ. [[αυχήν]] προέκυψε με [[πρόληψη]] του -<i>F</i>-. Η λ. [[αυχήν]] απαντά στον Όμηρο, στην Ιωνική-Αττική και στον Αριστοτέλη για να δηλώσει «τον λαιμό, τον σβέρκο του ανθρώπου ή των ζώων» ([[πρβλ]]. [[τράχηλος]]), μεταφορικά δε «τη [[λουρίδα]] γης, τον ισθμό ή τον πορθμό», ενώ στον Ηρόδοτο έχει την [[έννοια]] «του στενού, της στενής διάβασης». Τέλος, στην [[ανατομία]] ο όρος [[αυχήν]] χαρακτηρίζει [[μέρος]] του μηρού ή της μήτρας», στο [[ναυτικό]] δε [[λεξιλόγιο]] σημαίνει «τη [[λαβή]] του πηδαλίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[αυχένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυχενίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[εριαύχην]], [[πολυαύχην]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναύχην]] [[βρισαύχην]], [[βυσαύχην]], [[γυλιαύχην]], [[δολιχαύχην]], [[καμπυλαύχην]], [[κρατεραύχην]], [[κυρταύχην]], <i>λασταύχην</i>, [[μακραύχην]], [[μεγαλαύχην]], [[μεσαύχην]], [[πλατυαύχην]], [[ριψαύχην]], [[σκληραύχην]], <i>στε</i>(<i>ι</i>)<i>ναύχην</i>, [[στρεψαύχην]], [[τριαύχην]], [[υψαύχην]], [[υψηλαύχην]], [[φριξαύχην]], [[χλωραύχην]].
|mltxt=ο (AM [[αὐχήν]], αὐχένος)<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαιμού, ο [[σβέρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τράχηλος]] της μήτρας<br /><b>2.</b> [[διάβαση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ράχες κορυφογραμμής, διάσελο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λαιμός]], [[τράχηλος]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] στενό [[τμήμα]] που συνδέει δύο άλλα πλατύτερα, [[λαιμός]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ισθμός]],[[πορθμός]]<br /><b>4.</b> (για την [[ξηρά]]) στενό [[πέρασμα]], [[χαράδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυχήν]] ([[πρβλ]]. αρμ. <i>awzi</i>--<i>k</i>' «[[λαιμός]], [[περιλαίμιο]]»), αιολ. <i>άμφην</i> (πιθ. και <i>αύφην</i>) [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], τα άμφηνκαι [[αυχήν]] πιθ. ανάγονται σε αρχικό τ. <i>άγχF</i>-<i>ην</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>amhu</i>- «[[στενός]]», ελλ. [[άγχω]]), από τον οποίο ο τ. [[αυχήν]] προέκυψε με [[πρόληψη]] του -<i>F</i>-. Η λ. [[αυχήν]] απαντά στον Όμηρο, στην Ιωνική-Αττική και στον Αριστοτέλη για να δηλώσει «τον λαιμό, τον σβέρκο του ανθρώπου ή των ζώων» ([[πρβλ]]. [[τράχηλος]]), μεταφορικά δε «τη [[λουρίδα]] γης, τον ισθμό ή τον πορθμό», ενώ στον Ηρόδοτο έχει την [[έννοια]] «του στενού, της στενής διάβασης». Τέλος, στην [[ανατομία]] ο όρος [[αυχήν]] χαρακτηρίζει [[μέρος]] του μηρού ή της μήτρας», στο [[ναυτικό]] δε [[λεξιλόγιο]] σημαίνει «τη [[λαβή]] του πηδαλίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[αυχένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυχενίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[εριαύχην]], [[πολυαύχην]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναύχην]] [[βρισαύχην]], [[βυσαύχην]], [[γυλιαύχην]], [[δολιχαύχην]], [[καμπυλαύχην]], [[κρατεραύχην]], [[κυρταύχην]], <i>λασταύχην</i>, [[μακραύχην]], [[μεγαλαύχην]], [[μεσαύχην]], [[πλατυαύχην]], [[ριψαύχην]], [[σκληραύχην]], <i>στε</i>(<i>ι</i>)<i>ναύχην</i>, [[στρεψαύχην]], [[τριαύχην]], [[υψαύχην]], [[υψηλαύχην]], [[φριξαύχην]], [[χλωραύχην]].
}}
}}