3,277,649
edits
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποκριτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὑποκριτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπόκριση]] (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει [[ὑποκριτικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, [[ψευδής]] (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις ὑποκριτικὴ τοῦ βελτίονος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η υποκριτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του ηθοποιού, η [[τέχνη]] με την οποία [[ένας]] [[ηθοποιός]] με την [[έκφραση]] του προσώπου, την [[εκφορά]] του λόγου και την [[κίνηση]] του σώματος εμψυχώνει έναν φανταστικό χαρακτήρα σε μια [[παράσταση]], η [[ηθοποιία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε λόγο, σε [[απαγγελία]] («[[ἐναγώνιος]] μᾶλλον ἡ διαλελυμένη [[λέξις]], ἡ δὲ αὐτὴ καὶ ὑποκριτικὴ καλεῖται», Δημήτρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποκριτικώς</i> / <i>ὑποκριτικῶς</i> ΝΑ, και <i>υποκριτικά</i> Ν<br />με [[υποκρισία]], προσποιητά<br /><b>αρχ.</b><br />με υποκριτική [[τέχνη]], με [[ηθοποιία]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑποκριτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὑποκριτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπόκριση]] (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει [[ὑποκριτικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, [[ψευδής]] (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις ὑποκριτικὴ τοῦ βελτίονος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η υποκριτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του ηθοποιού, η [[τέχνη]] με την οποία [[ένας]] [[ηθοποιός]] με την [[έκφραση]] του προσώπου, την [[εκφορά]] του λόγου και την [[κίνηση]] του σώματος εμψυχώνει έναν φανταστικό χαρακτήρα σε μια [[παράσταση]], η [[ηθοποιία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε λόγο, σε [[απαγγελία]] («[[ἐναγώνιος]] μᾶλλον ἡ διαλελυμένη [[λέξις]], ἡ δὲ αὐτὴ καὶ ὑποκριτικὴ καλεῖται», Δημήτρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποκριτικώς</i> / <i>ὑποκριτικῶς</i> ΝΑ, και <i>υποκριτικά</i> Ν<br />με [[υποκρισία]], προσποιητά<br /><b>αρχ.</b><br />με υποκριτική [[τέχνη]], με [[ηθοποιία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[two-faced]]=== | |||
Greek: [[ανειλικρινής]], [[δίκωλη καυκιά]], [[δίκωλο πινάκι]], [[δίμουρος]], [[διμούτρης]], [[διμούτσουνος]], [[διπλομούτσουνος]], [[διπλοπρόσωπος]], [[διπρόσωπος]], [[υποκριτικός]], [[ύπουλος]], [[φίδι]], [[φίδι κολοβό]]; Ancient Greek: [[ἀμφιπρόσωπος]], [[διπρόσωπος]]; English: [[two-faced]], [[double-faced]], [[Janus-faced]]; French: [[fourbe]]; German: [[doppelgesichtig]], [[doppelzüngig]], [[falsch]]; Hebrew: דּוּ פַּרְצוּפִי; Icelandic: falskur, tvöfaldur; Ido: disimulanta; Italian: [[a due facce]], [[ipocrita]], [[falso]], [[sleale]], [[doppio]], [[bifronte]]; Latin: [[bifrons]]; Persian: دورو; Polish: dwulicowy; Russian: [[двуликий]], [[двуличный]]; Scots: twafauld; Scottish Gaelic: dà-aodannach; Southern Altai: эки јӱстӱ; Swedish: falsk, lömsk, bakslug, opålitlig; Tagalog: doble-kara | |||
}} | }} |