υποκριτικός
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποκριτικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑποκριτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.)
2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις ὑποκριτικὴ τοῦ βελτίονος», Λουκιαν.)
3. το θηλ. ως ουσ. η υποκριτική
(ενν. τέχνη) η τέχνη του ηθοποιού, η τέχνη με την οποία ένας ηθοποιός με την έκφραση του προσώπου, την εκφορά του λόγου και την κίνηση του σώματος εμψυχώνει έναν φανταστικό χαρακτήρα σε μια παράσταση, η ηθοποιία
αρχ.
αυτός που αρμόζει σε λόγο, σε απαγγελία («ἐναγώνιος μᾶλλον ἡ διαλελυμένη λέξις, ἡ δὲ αὐτὴ καὶ ὑποκριτικὴ καλεῖται», Δημήτρ.).
επίρρ...
υποκριτικώς / ὑποκριτικῶς ΝΑ, και υποκριτικά Ν
με υποκρισία, προσποιητά
αρχ.
με υποκριτική τέχνη, με ηθοποιία.
Translations
two-faced
Greek: ανειλικρινής, δίκωλη καυκιά, δίκωλο πινάκι, δίμουρος, διμούτρης, διμούτσουνος, διπλομούτσουνος, διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος, υποκριτικός, ύπουλος, φίδι, φίδι κολοβό; Ancient Greek: ἀμφιπρόσωπος, διπρόσωπος; English: two-faced, double-faced, Janus-faced; French: fourbe; German: doppelgesichtig, doppelzüngig, falsch; Hebrew: דּוּ פַּרְצוּפִי; Icelandic: falskur, tvöfaldur; Ido: disimulanta; Italian: a due facce, ipocrita, falso, sleale, doppio, bifronte; Latin: bifrons; Persian: دورو; Polish: dwulicowy; Russian: двуликий, двуличный; Scots: twafauld; Scottish Gaelic: dà-aodannach; Southern Altai: эки јӱстӱ; Swedish: falsk, lömsk, bakslug, opålitlig; Tagalog: doble-kara