ἐνταλτήριον: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(big3_15) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό [[orden]], [[mandato]] Zonar.p.1240. | |dgtxt=-ου, τό [[orden]], [[mandato]] Zonar.p.1240. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Μ ἐνταλτήριος, -ον)<br /><b>1.</b> (για έγγραφα) αυτός με τον οποίο δίδεται [[εντολή]] («ενταλτήρια [[επιστολή]]», «ενταλτήριο [[γράμμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἐνταλτήριον]]</i><br />το [[έγγραφο]] με το οποίο ο [[επίσκοπος]] παραχωρεί σε ιερέα την [[άδεια]] να εξομολογεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:22, 12 November 2024
Spanish (DGE)
-ου, τό orden, mandato Zonar.p.1240.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ ἐνταλτήριος, -ον)
1. (για έγγραφα) αυτός με τον οποίο δίδεται εντολή («ενταλτήρια επιστολή», «ενταλτήριο γράμμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνταλτήριον
το έγγραφο με το οποίο ο επίσκοπος παραχωρεί σε ιερέα την άδεια να εξομολογεί.