3,273,773
edits
mNo edit summary |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0574.png Seite 574]] (s. [[εἶμι]]), umgehen, umhergehen; [[ἐκεῖνος]] δ' ἐν κύκλῳ τὰ νοσήματα σκοπῶν περιῄει πάντα κοσμίως [[πάνυ]], Ar. Plut. 708; Plat. Conv. 193 a; κύκλῳ, Lach. 183 b, u. öfter; κατὰ νώτου τινί, Thuc. 4, 36, im Rücken umgehen. – In der Reihe herumgehen und wieder an denselben Ort kommen, u. übh. an Einen kommen, gelangen, ἡ ἀρχὴ ἐς τὸν παῖδα περιιοῦσα, die auf den Sohn vererbte, Her. 1, 120; ἡ [[βασιληΐη]] ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε, 2, 120; ἐς τωὐτό, 2, 4; u. von der Zeit, χρόνου περιιόντος, als Zeit verflossen war, im Verlauf der Zeit, 2, 121, 1. 4, 155; περιιόντος ἐνιαυτοῦ τοῦ δευτέρου, Plut. Agesil. 14; u. so περιιόντι τῷ θέρει Thuc. 1, 30 für περιόντι zu lesen; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 25. – Auch trans., umgehen, umwandeln, τὰς φυλακάς, die Runde machen, Her. 5, 33; τὴν Ἑλλάδα περιῄει, er ging in ganz Griechenland herum, Xen. An. 7, 1, 33. (s. [[εἰμί]]), 1) <b class="b2">herumsein</b>, [[χωρίον]], ᾡ κύκλῳ [[τειχίον]] περιῆν, Thuc. 7, 81. – 2) wie [[ὑπέρειμι]], über einen Andern sein, d. i. besser oder vorzüglicher als er sein, ihn <b class="b2">übertreffen</b>, c. gen. der Person, die man, u. c. acc. der Sache, in der man überlegen ist, ἀλλάων [[περίειμι]] νόον, Od. 19, 326; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, 18, 248; öfter in tmesi (vgl. [[περί]]); ὡς δόξαι τὴν [[ἑωυτοῦ]] δύναμιν περιέσεσθαι τῆς βασιλῆος, Her. 3, 146; in Prosa häufiger c. dat. der Sache, πολλὸν γὰρ περιέασαν (od. περίεσαν) πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, 9, 31, an Zahl übertreffen, mehr sein, wie Xen. An. 1, 8, 13; ναυσὶ πολὺ περιεῖναι, Thuc. 6, 22, wie auch ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι 8, 46 zu nehmen, mit der Uebermacht; σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων περίεισιν, Plat. Prot. 342 b; Conv. 222 e u. öfter; τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν [[φίλων]], Xen. An. 1, 9, 24; [[πανταχοῦ]] κρατοῦμεν καὶ περίεσμεν τῷ λόγῳ, Dem. 10, 3, öfter; Pol. 1, 27, 11 u. öfter, u. Folgde. – 3)<b class="b2"> überleben</b>; ἢν περιῇς τῶν [[κηρίων]], Ar. Eccl. 1035; τινί, Her. 1, 121. 3, 119; häufig absolut, ἔςτ' ἂν πυνθάνηται περιεόντα τὸν πατέρα, 3, 53, am Leben bleiben, gerettet werden, genesen, vgl. 1, 11. 120. 7, 107, öfter; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν, Thuc. 1, 89; 5, 11 u. öfter; dah. = übrig sein, vom Gelde und Besitzthume, Ggstz von ἐνδεῖν, Plat. Rep. III, 416 e; πρὸς [[μέρος]] νεμέτω ὁ πατὴρ τὰ περιόντα τοῦ κλήρου, Legg. XI, 923 d; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ihr habt so viel übrig, so reichlichen Haß gegen mich, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); vgl. τούτοις δὲ τοσοῦτον περίεστιν, ὥςτε τοὺς ἠδικημένους προσσυκοφαντοῦσι, 55, 29, sie sind so übermüthig, sie wissen sich vor Uebermuth nicht zu lassen, wie οὐδ' ἐνταῦθα [[ἔστη]] τῆς ὕβρεως, ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν, 21, 17. Auch περίεστιν ὑμίν ἐκ τούτων, das habt ihr davon, das kommt davon, Dem. 13, 20, vgl. ep. 3 p. 643; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, der Ueberschuß, der nach Abzug der Ausgabe übrigbleibt, Cassenbestand, 59, 4, vgl. 18, 227. – Dah. ἐκ τοῦ περιόντος ταῦτα ποιῶ, aus Uebermuth, Dem. ep. 3 p. 643; ohne Noth, Luc. amor. 33 u. Plut. – Auch als Resultat, Endergebniß übrigbleiben, Plut. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0574.png Seite 574]] (s. [[εἶμι]]), umgehen, umhergehen; [[ἐκεῖνος]] δ' ἐν κύκλῳ τὰ νοσήματα σκοπῶν περιῄει πάντα κοσμίως [[πάνυ]], Ar. Plut. 708; Plat. Conv. 193 a; κύκλῳ, Lach. 183 b, u. öfter; κατὰ νώτου τινί, Thuc. 4, 36, im Rücken umgehen. – In der Reihe herumgehen und wieder an denselben Ort kommen, u. übh. an Einen kommen, gelangen, ἡ ἀρχὴ ἐς τὸν παῖδα περιιοῦσα, die auf den Sohn vererbte, Her. 1, 120; ἡ [[βασιληΐη]] ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε, 2, 120; ἐς τωὐτό, 2, 4; u. von der Zeit, χρόνου περιιόντος, als Zeit verflossen war, im Verlauf der Zeit, 2, 121, 1. 4, 155; περιιόντος ἐνιαυτοῦ τοῦ δευτέρου, Plut. Agesil. 14; u. so περιιόντι τῷ θέρει Thuc. 1, 30 für περιόντι zu lesen; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 25. – Auch trans., umgehen, umwandeln, τὰς φυλακάς, die Runde machen, Her. 5, 33; τὴν Ἑλλάδα περιῄει, er ging in ganz Griechenland herum, Xen. An. 7, 1, 33. (s. [[εἰμί]]), 1) <b class="b2">herumsein</b>, [[χωρίον]], ᾡ κύκλῳ [[τειχίον]] περιῆν, Thuc. 7, 81. – 2) wie [[ὑπέρειμι]], über einen Andern sein, d. i. besser oder vorzüglicher als er sein, ihn <b class="b2">übertreffen</b>, c. gen. der Person, die man, u. c. acc. der Sache, in der man überlegen ist, ἀλλάων [[περίειμι]] νόον, Od. 19, 326; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, 18, 248; öfter in tmesi (vgl. [[περί]]); ὡς δόξαι τὴν [[ἑωυτοῦ]] δύναμιν περιέσεσθαι τῆς βασιλῆος, Her. 3, 146; in Prosa häufiger c. dat. der Sache, πολλὸν γὰρ περιέασαν (od. περίεσαν) πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, 9, 31, an Zahl übertreffen, mehr sein, wie Xen. An. 1, 8, 13; ναυσὶ πολὺ περιεῖναι, Thuc. 6, 22, wie auch ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι 8, 46 zu nehmen, mit der Uebermacht; σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων περίεισιν, Plat. Prot. 342 b; Conv. 222 e u. öfter; τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν [[φίλων]], Xen. An. 1, 9, 24; [[πανταχοῦ]] κρατοῦμεν καὶ περίεσμεν τῷ λόγῳ, Dem. 10, 3, öfter; Pol. 1, 27, 11 u. öfter, u. Folgde. – 3)<b class="b2"> überleben</b>; ἢν περιῇς τῶν [[κηρίων]], Ar. Eccl. 1035; τινί, Her. 1, 121. 3, 119; häufig absolut, ἔςτ' ἂν πυνθάνηται περιεόντα τὸν πατέρα, 3, 53, am Leben bleiben, gerettet werden, genesen, vgl. 1, 11. 120. 7, 107, öfter; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν, Thuc. 1, 89; 5, 11 u. öfter; dah. = übrig sein, vom Gelde und Besitzthume, Ggstz von ἐνδεῖν, Plat. Rep. III, 416 e; πρὸς [[μέρος]] νεμέτω ὁ πατὴρ τὰ περιόντα τοῦ κλήρου, Legg. XI, 923 d; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ihr habt so viel übrig, so reichlichen Haß gegen mich, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); vgl. τούτοις δὲ τοσοῦτον περίεστιν, ὥςτε τοὺς ἠδικημένους προσσυκοφαντοῦσι, 55, 29, sie sind so übermüthig, sie wissen sich vor Uebermuth nicht zu lassen, wie οὐδ' ἐνταῦθα [[ἔστη]] τῆς ὕβρεως, ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν, 21, 17. Auch περίεστιν ὑμίν ἐκ τούτων, das habt ihr davon, das kommt davon, Dem. 13, 20, vgl. ep. 3 p. 643; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, der Ueberschuß, der nach Abzug der Ausgabe übrigbleibt, Cassenbestand, 59, 4, vgl. 18, 227. – Dah. ἐκ τοῦ περιόντος ταῦτα ποιῶ, aus Uebermuth, Dem. ep. 3 p. 643; ohne Noth, Luc. amor. 33 u. Plut. – Auch als Resultat, Endergebniß übrigbleiben, Plut. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περίειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[πέριξ]], [[χωρίον]] ᾧ [[τειχίον]] περιῆν Θουκ. 7. 81˙ ἃ δὲ νῦν περιόντ’ αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει Δημ. 582. 12 (κοινῶς περιιόντ’). ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπέρειμι]], εἶμαι ὑπέρτερός τινος, [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], [[μετὰ]] γεν. προσ., τόσον ἐγὼ [[περί]] τ’ [[εἰμὶ]] θεῶν [[περί]] τ’ εἶμ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Θ. 27, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146˙ μετ’ αἰτ. πράγμ., περὶ φρένας ἔμεναι ἄλλων Ἰλ. Ν. 631˙ περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Ὀδ. Σ. 248, πρβλ. Τ. 326, κτλ.˙ οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι (= μάχην) Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Ὀδ. Α. 66˙ ― παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Πλάτ. Πρωτ. 342Β, πρβλ. Συμπ. 222Ε˙ καὶ [[ἄνευ]] τῆς γεν. προσ., εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ναυσὶ πολὺ π. Θουκ. 6. 22˙ πολλὸν π. πλήθει Ἡρόδ. 9. 31, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 13 καὶ 9. 24 ἀπολ., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι, ἐλπὶς ἐπιτυχίας, Θουκ. 1. 144˙ ἐκ περιόντος, ἐξ ὑπεροχῆς, ὁ αὐτ. 8. 46˙ [[ἀλλά]], ἐκ τοῦ [[παριόντος]], ἐξ αὐθαδείας, ἀκολασίας, Δημ. 1483.15, Λουκ. Ἔρωτ. 33˙ πρβλ. [[περιουσία]]. ΙΙΙ. ἐπιζῶ, ζῶ μετά τινα, τινι Ἡρόδ. 1. 121, 3. 119˙ ἀπολ., ἐπιζῶ, [[διαμένω]] ἐν τῇ ζωῇ, [[συχν]]. παρ’ Ἡρόδ., ὡς 1. 11, 120 κτλ.˙ τὴν Ἑλλάδα π. ἐλεύθερην, ὅτι θέλει διαμείνῃ, παραμείνῃ ἐλευθέρα, ὁ αὐτ. 7. 139˙ οὕτω καὶ παρὰ Δημ. 585. 18, κτλ.˙ ― ἐπὶ πραγμάτων, ὑφίσταμαι, [[ὑπάρχω]] Ἡρόδ. 1. 92, κτλ. 2) [[διαμένω]], ὑπολείπομαι, [[ἀπομένω]], τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Θουκ. 2. 79˙ ἰδίως ἐπὶ περιουσίας, χρημάτων κτλ., ἡ περιοῦσα παρασκευὴ ὁ αὐτ. 1. 89˙ π. τινι εἰς τὸν ἐνιαυτὸν Πλάτ. Πολ. 416Ε˙ οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ, φανταζόμενοι ὅτι ἔχει τις [[περίσσευμα]] ἀνὰ χεῖρας, Δημ. 303. 22˙ τὰ περιόντα, τὸ [[περίσσευμα]], τὸ ὑπόλοιπον, Πλάτ. Νόμ. 923D, Ἰσαῖ. 55. 13˙ τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, τὰ ὑπολειπόμενα χρήματα [[μετὰ]] τὴν πληρωμὴν τῆς δαπάνης, Δημ. 1346. 18. 3) ὑπολείπομαι ἐπὶ πλέον, εἶμαι [[ἀποτέλεσμα]], ἀκολουθῶ, περίεστιν ὑμῖν ἐκ τούτων, ὅ,τι ἐκερδήσατε ἐκ πάντων τούτων [[εἶναι]] ..., Δημ. 172. 9˙ ἐνίοις ... τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι ... περίεστιν, εἴς τινας τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ... [[εἶναι]] ὅτι οὐδὲν ἐδαπάνησεν, ὁ αὐτ. 565. 2˙ [[συχνάκις]] ἐπὶ τῆς κακῆς ἐννοίας, τοσοῦτον ὑμῖν περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ἔχει ὑπολειφθῆ εἰς ὑμᾶς τοσοῦτον [[μῖσος]] [[ἐναντίον]] μου, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 160. 12˙ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (ἐξυπακ. τῆς ὕβρεως) ὁ αὐτ. 520. 16 περιεῖναι αὐτῷ μηδὲν ἄλλ’ ἢ τὰς αἰσχύνας Αἰσχίν. 22. 8 ψηφίσμαθ’ ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ’ οὐδὲν ἔσται τὰ πράγματα, θὰ ἔχητε ἀφθονίαν ψηφισμάτων, ἀλλὰ ..., Δημ. 1432. 16, πρβλ. 565. 4˙ μετ’ ἀπαρ., περίεστι [[τοίνυν]] ὑμῖν αὐτοῖς ἐρίζειν ὁ αὐτ. 26. 19˙ οὕτω, τούτοις τοσοῦτον περίεστιν, [[ὥστε]] προσσυκοφαντοῦσιν, εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἔχουσι φθάσῃ τὰ πράγματα παρ’ αὐτοῖς [[ὥστε]] ..., ὁ αὐτ. 1280. 1. Πρβλ. [[περιγίγνομαι]], ἀπ ἀρχῆς μέχρις τέλους. | |||
}} | }} |