ἐννύχιος: Difference between revisions

6_22
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0848.png Seite 848]] α, ον, auch 2 Endgn, nächtlich, bei Nacht; [[ἐννύχιος]] προμολών Il. 21, 37; [[νῆες]] ἐννύχιαι κατάγοντο, sie landeten bei Nacht, Od. 3, 178, wie ἐννύχιαι στεῖχον Hes. Th. 9; μέλπονται Pind. P. 3, 79; ἐννυχίοις μαχαναῖς Soph. Ai. 181; ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν 1182; Pluto heißt ἐννυχίων [[ἄναξ]], der finsteren Schatten; προσέβα [[στρατός]] Eur. Rhes. 45; sp. D.; φροντίδες Ar. Equ. 1287. – Ἐννύχιον adv., Ath. XII 549 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0848.png Seite 848]] α, ον, auch 2 Endgn, nächtlich, bei Nacht; [[ἐννύχιος]] προμολών Il. 21, 37; [[νῆες]] ἐννύχιαι κατάγοντο, sie landeten bei Nacht, Od. 3, 178, wie ἐννύχιαι στεῖχον Hes. Th. 9; μέλπονται Pind. P. 3, 79; ἐννυχίοις μαχαναῖς Soph. Ai. 181; ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν 1182; Pluto heißt ἐννυχίων [[ἄναξ]], der finsteren Schatten; προσέβα [[στρατός]] Eur. Rhes. 45; sp. D.; φροντίδες Ar. Equ. 1287. – Ἐννύχιον adv., Ath. XII 549 a.
}}
{{ls
|lstext='''ἐννύχιος''': ῠ, -α, -ον, Ἡσ. Θ. 10, -ος, ον, Σοφ. Αἴ. 180 (νύξ): ἐν καιρῷ νυκτός, διὰ νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, [[νυκτερινός]], Λατ. nocturnus, ἐνν. προμολὼν Ἰλ. Φ. 37· [[νῆες]] ἐννύχιοι κατάργοντο Ὀδ. Γ. 178· ἐνν. μέλπεσθαι Πίνδ. Π. 3. 140· ἐνν. [[τέρψις]], [[δῶμα]] Σοφ. Αἴ. 1203, 1211· φροντίδες Ἀριστοφ. Ἱππ. 1290, κτλ.· - οὐδέτ. ἐννύχιον ὡς ἐπίρρ., Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 544Α. ΙΙ. ἐννυχίων [[ἄναξ]] Αἰδωνεῦ, βασιλεῦ τῶν κατοικούντων ἐν ταῖς χώραις τῆς Νυκτός, δηλ. τῶν νεκρῶν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου Ἰλ. Υ. 61) [[ἄναξ]] ἐνέρων, Σοφ. Ο. Κ. 1558, πρβλ. τὸ ἑπόμενον.
}}
}}