Anonymous

ἐννύχιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐννύχιος''': ῠ, -α, -ον, Ἡσ. Θ. 10, -ος, ον, Σοφ. Αἴ. 180 (νύξ): ἐν καιρῷ νυκτός, διὰ νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, [[νυκτερινός]], Λατ. nocturnus, ἐνν. προμολὼν Ἰλ. Φ. 37· [[νῆες]] ἐννύχιοι κατάργοντο Ὀδ. Γ. 178· ἐνν. μέλπεσθαι Πίνδ. Π. 3. 140· ἐνν. [[τέρψις]], [[δῶμα]] Σοφ. Αἴ. 1203, 1211· φροντίδες Ἀριστοφ. Ἱππ. 1290, κτλ.· - οὐδέτ. ἐννύχιον ὡς ἐπίρρ., Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 544Α. ΙΙ. ἐννυχίων [[ἄναξ]] Αἰδωνεῦ, βασιλεῦ τῶν κατοικούντων ἐν ταῖς χώραις τῆς Νυκτός, δηλ. τῶν νεκρῶν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου Ἰλ. Υ. 61) [[ἄναξ]] ἐνέρων, Σοφ. Ο. Κ. 1558, πρβλ. τὸ ἑπόμενον.
|lstext='''ἐννύχιος''': ῠ, -α, -ον, Ἡσ. Θ. 10, -ος, ον, Σοφ. Αἴ. 180 (νύξ): ἐν καιρῷ νυκτός, διὰ νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, [[νυκτερινός]], Λατ. nocturnus, ἐνν. προμολὼν Ἰλ. Φ. 37· [[νῆες]] ἐννύχιοι κατάργοντο Ὀδ. Γ. 178· ἐνν. μέλπεσθαι Πίνδ. Π. 3. 140· ἐνν. [[τέρψις]], [[δῶμα]] Σοφ. Αἴ. 1203, 1211· φροντίδες Ἀριστοφ. Ἱππ. 1290, κτλ.· - οὐδέτ. ἐννύχιον ὡς ἐπίρρ., Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 544Α. ΙΙ. ἐννυχίων [[ἄναξ]] Αἰδωνεῦ, βασιλεῦ τῶν κατοικούντων ἐν ταῖς χώραις τῆς Νυκτός, δηλ. τῶν νεκρῶν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου Ἰλ. Υ. 61) [[ἄναξ]] ἐνέρων, Σοφ. Ο. Κ. 1558, πρβλ. τὸ ἑπόμενον.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait qch pendant la nuit : [[ἐννύχιος]] [[προμολών]] IL s’étant avancé pendant la nuit ; ([[νῆες]]) ἐννύχιαι κατάγοντο OD les vaisseaux furent poussés (par le vent) pendant la nuit;<br /><b>2</b> qui a lieu <i>ou</i> se produit pendant la nuit <i>(pensée, souci, crainte, etc.)</i>;<br /><b>3</b> qui concerne les régions plongées dans la nuit : [[οἱ]] ἐννύχιοι SOPH ceux qui dorment dans le royaume de la nuit, <i>càd</i> des enfers ; ἐννύχιαι ῥιπαί SOPH les ouragans des régions de la nuit, <i>càd</i> du septentrion ; qui vit dans les ténèbres (Hadès).<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[νύξ]].
}}
}}