ἀνόρνυμι: Difference between revisions

6_13a
(13_4)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] (s. [[ὄρνυμι]]), aufregen, anheben, αὐλὸν ἀνόρσομεν Pind. N. 9, 8; Hom. hat den syncop. aor. med. in passiver (reflexiver) Bdtg, erhob sich, in tmesi, Iliad. 23, 812 ἂν δ' ἄρα Τυδείδης ὦρτο: Od. 8, 3 ἂν δ' ἄρα διογενὴς ὦρτο [[πτολίπορθος]] [[Ὀδυσσεύς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] (s. [[ὄρνυμι]]), aufregen, anheben, αὐλὸν ἀνόρσομεν Pind. N. 9, 8; Hom. hat den syncop. aor. med. in passiver (reflexiver) Bdtg, erhob sich, in tmesi, Iliad. 23, 812 ἂν δ' ἄρα Τυδείδης ὦρτο: Od. 8, 3 ἂν δ' ἄρα διογενὴς ὦρτο [[πτολίπορθος]] [[Ὀδυσσεύς]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀνόρνῡμι''': μέλλ. -όρσω, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], [[ἀρχίζω]], ἀνὰ μὲν φόρμιγγ’, ἀνὰ δ’ αὐλὸν … ὄρσομεν Πινδ. Ν. 9. 16· τινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1352: ― Παθ., φων. ἂν δ’ ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ἐπ. ἀόρ.) ἀνεπήδησεν, «ἐτινάχθη [[ἐπάνω]]», Ἰλ. Ψ. 812· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἂν δ’ ἄρα διογενὴς ὦρτο [[πτολίπορθος]] Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Θ. 3· ἀνὰ δ’ αὐτὸς ἀρήϊος ὤρνυτ’ Ἰήσων, ἠγέρθη, ἐσηκώθη [[ἐπάνω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 349.
}}
}}