ἀνόρνυμι

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόρνῡμι Medium diacritics: ἀνόρνυμι Low diacritics: ανόρνυμι Capitals: ΑΝΟΡΝΥΜΙ
Transliteration A: anórnymi Transliteration B: anornymi Transliteration C: anornymi Beta Code: a)no/rvumi

English (LSJ)

fut. -όρσω, rouse, stir up, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ὄρσομεν Pi.N.9.8; τινά A.R.4.1352:—Pass., ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ep. aor.) up he started, Il.23.812, cf. Od.8.3; ἀνὰ δ' ὤρνυτ' Ἰήσων A.R.1.349.

Spanish (DGE)

(ἀνόρνῡμι)
• Morfología: [siempre en tm.]
• Morfología: [fut. -όρσω Pi.N.9.8]
1 en v. act. levantar ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομεν Pi.N.9.8, ἀνά θ' ὑμέας ὄρσαι A.R.4.1352.
2 en v. med. levantarse ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο Il.23.812, ἂν δ' ἄρα ... ὦρτο ... Ὀδυσσεύς Od.8.3, ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο Ἰήσων A.R.1.349.

German (Pape)

[Seite 241] (s. ὄρνυμι), aufregen, anheben, αὐλὸν ἀνόρσομεν Pind. N. 9, 8; Hom. hat den syncop. aor. med. in passiver (reflexiver) Bdtg, erhob sich, in tmesi, Iliad. 23, 812 ἂν δ' ἄρα Τυδείδης ὦρτο: Od. 8, 3 ἂν δ' ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόρνῡμι: (только in tmesi) поднимать (αὐλον Pind.); med.-pass. подниматься Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀρχίζω, ἀνὰ μὲν φόρμιγγ’, ἀνὰ δ’ αὐλὸν … ὄρσομεν Πινδ. Ν. 9. 16· τινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1352: ― Παθ., φων. ἂν δ’ ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο (Ἐπ. ἀόρ.) ἀνεπήδησεν, «ἐτινάχθη ἐπάνω», Ἰλ. Ψ. 812· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἂν δ’ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Θ. 3· ἀνὰ δ’ αὐτὸς ἀρήϊος ὤρνυτ’ Ἰήσων, ἠγέρθη, ἐσηκώθη ἐπάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 349.

English (Slater)

ἀνόρνυμι rouse, strike up ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Morel.: i. e. aor. subj.: ὄρσωμεν codd.) (N. 9.8)

Greek Monolingual

ἀνόρνυμι (Α)
1. ταράζω, εξεγείρω, εξάπτω
2. παθ. τινάζομαι επάνω, αναπηδώ, πετιέμαι.

Greek Monotonic

ἀνόρνῡμι: μέλ. -όρσω, ερεθίζω, διεγείρω, εξεγείρω, σε Πίνδ. — Παθ., Επικ. αόρ. βʹ ἀνῶρτο, ξεκινώ, αρχίζω, σε Όμηρ.

Middle Liddell

to rouse, stir up, Pind.:—Pass., epic aor2 ἀνῶρτο, to start up, Hom.