χρῖσμα: Difference between revisions

6_21
(13_6a)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1376.png Seite 1376]] τό, vgl. [[χρῖμα]], alles Aufgestrichene, Aufgetragene; bes. – a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl, Xen. Conv. 2, 4 u. A.; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg [[ἔλαιον]]; – [[ἄλειμμα]] war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als [[χρῖσμα]] (vgl. auch noch [[μύρον]]). – Uebh. Oel, Aesch. Ag. 94; – σύειον, Schweineschmalz, Xen. An. 4, 4,13. – b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gyps od. Kalk an Mauern und Wänden, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1376.png Seite 1376]] τό, vgl. [[χρῖμα]], alles Aufgestrichene, Aufgetragene; bes. – a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl, Xen. Conv. 2, 4 u. A.; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg [[ἔλαιον]]; – [[ἄλειμμα]] war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als [[χρῖσμα]] (vgl. auch noch [[μύρον]]). – Uebh. Oel, Aesch. Ag. 94; – σύειον, Schweineschmalz, Xen. An. 4, 4,13. – b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gyps od. Kalk an Mauern und Wänden, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''χρῖσμα''': τό, ([[χρίω]]) μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[χρῖμα]] (ὃ ἴδε), πᾶν ὅ,τι ἐπαλείφεται, τὸ ἐπιχριόμενον εὐῶδες [[μύρον]], ἐν ᾧ τὸ κοινὸν [[ἄνευ]] μύρων [[ἔλαιον]], δι’ οὗ οἱ παλαισταὶ ἠλείφοντο ἐκαλεῖτο [[ἁπλῶς]] [[ἔλαιον]], πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 5 (τὸ [[ἄλειμμα]] ἦτο ὁμοίως διὰ μύρων παρεσκευασμένον, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο ῥευστότερον ἢ τὸ [[χρῖσμα]]), [[λίπος]], Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. Salmas ad Solin. σελ. 330· ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13, τὸ [[χρῖσμα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ μύρου οὐχὶ κατὰ τὴν ὕλην ἀλλὰ κατὰ τὴν σύστασιν ὡς πυκνότερον παρεσκευσμένον (πρβλ. [[σύειος]])· καὶ ὁ Θεόφραστος διακρίνει [[μύρον]] καὶ [[χρῖσμα]], περὶ Ὀσμ. 16 καὶ 27 κἑξ., ἀλλὰ δὲν λέγει ἐν τίνι κεῖται ἡ [[διαφορά]], πρβλ. Ξεν. Συμπ. 2, 4· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 94, προστίθεται τὸ [[πέλανος]] ὡς ἰσοδύναμον. ΙΙ. = [[χρῖσις]] [[ἱερά]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΘ΄, 7, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ. ΙΙΙ. ὕλη [[χρήσιμος]] πρὸς ἐπίχρισιν ἢ χρωματισμόν, ἄσβεστος ἢ [[γύψος]] [[μετὰ]] κονίας, Διόδ. 2. 9. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 62. (Ὁ [[συνήθης]] τονισμὸς χρίσμα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, πρβλ. [[χρῖμα]]). - Ἴδε Cobet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄, σ. 471.
}}
}}