τημελέω: Difference between revisions

6_2
(c2)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] sorgen, warten, pflegen; τινός, Eur. I. T. 311; τί, I. A. 731; neben ἐπιμελεῖσθαι, Plat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] sorgen, warten, pflegen; τινός, Eur. I. T. 311; τί, I. A. 731; neben ἐπιμελεῖσθαι, Plat.
}}
{{ls
|lstext='''τημελέω''': [[ἐπιμέλομαι]], [[φροντίζω]], [[ἐπιβλέπω]], μετ’ αἰτ., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει Εὐρ. Ι. Α. 731· τ. τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Ἀρτοξ. 18, πρβλ. 2. 148D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 249· [[μετὰ]] γεν., τημελοῦσι ποιμένων Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 18· σώματός τ’ ἐτημέλει Εὐρ. Ι. Τ. 311, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953Α.
}}
}}