3,277,301
edits
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τημελέω''': [[ἐπιμέλομαι]], [[φροντίζω]], [[ἐπιβλέπω]], μετ’ αἰτ., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει Εὐρ. Ι. Α. 731· τ. τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Ἀρτοξ. 18, πρβλ. 2. 148D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 249· [[μετὰ]] γεν., τημελοῦσι ποιμένων Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 18· σώματός τ’ ἐτημέλει Εὐρ. Ι. Τ. 311, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953Α. | |lstext='''τημελέω''': [[ἐπιμέλομαι]], [[φροντίζω]], [[ἐπιβλέπω]], μετ’ αἰτ., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει Εὐρ. Ι. Α. 731· τ. τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Ἀρτοξ. 18, πρβλ. 2. 148D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 249· [[μετὰ]] γεν., τημελοῦσι ποιμένων Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 18· σώματός τ’ ἐτημέλει Εὐρ. Ι. Τ. 311, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />prendre soin de, s’occuper de, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine, pê de τηλε-[[μέλομαι]] « prévoir de loin ». | |||
}} | }} |