Anonymous

τημελέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τημελέω''': [[ἐπιμέλομαι]], [[φροντίζω]], [[ἐπιβλέπω]], μετ’ αἰτ., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει Εὐρ. Ι. Α. 731· τ. τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Ἀρτοξ. 18, πρβλ. 2. 148D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 249· [[μετὰ]] γεν., τημελοῦσι ποιμένων Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 18· σώματός τ’ ἐτημέλει Εὐρ. Ι. Τ. 311, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953Α.
|lstext='''τημελέω''': [[ἐπιμέλομαι]], [[φροντίζω]], [[ἐπιβλέπω]], μετ’ αἰτ., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει Εὐρ. Ι. Α. 731· τ. τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Ἀρτοξ. 18, πρβλ. 2. 148D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 249· [[μετὰ]] γεν., τημελοῦσι ποιμένων Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 18· σώματός τ’ ἐτημέλει Εὐρ. Ι. Τ. 311, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />prendre soin de, s’occuper de, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine, pê de τηλε-[[μέλομαι]] « prévoir de loin ».
}}
}}