3,274,447
edits
(13_7_2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0957.png Seite 957]] ausgehen, mangeln, bes. im aor., fehlen, bes. von Vorräthen wie Lebensmitteln; περιγίγνεσθαι δ' αὐτῷ [[μηδέν]], μἡ [[μέντοι]] μηδ' ἐπιλείπειν Ar. Plut. 554; ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Her. 3, 108; τῷ σίτῳ ἐπιλιπόντι, durch Getreidemangel, πιέζεσθαι, Thuc. 3, 20; τῆς τροφῆς ἐπιλελοιπυίας Plat. Polit. 274 c; ὥςτε τὸν λόγον [[μηδέποτε]] ἐκλιπεῖν Prot. 334 e; τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπε Xen. An. 4, 7, 1 u. öfter; ἐπιλείπει τὰ φρέατα, die Brunnen versiegen, Dem. 14, 30; vgl. Her. 7, 48; auch mit dem acc. der Person, [[ὕδωρ]] μιν ἐπέλιπε, es gebrach ihm an Wasser, 7, 21; τὸ δὲ [[στράτευμα]] ὁ [[σῖτος]] ἐπέλιπε, der Mundvorrath war dem Heere ausgegangen, Xen. An 1, 5, 6; vgl. γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ' ἐπιλείψουσι Ar. Av. 1106; kom. τοὺς πρεσβύτας ἐπιλείψει τὸ [[πέος]] Eccl. 620; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ ἐλπίδες Thuc. 5, 103; κινδυνεύει ἡ τοῦ Εὐθύφρονός με [[μοῦσα]] ἐπιλελοιπέναι Plat. Prot. 409 d; ἐπιλείπει με ὁ [[χρόνος]], ἡ [[ἡμέρα]], es gebricht mir an Zeit, der Tag geht mir darüber aus, Lys. 12, 1 Isocr. 1, 11 Dem. 18, 296, u. oft bei Rednern; Sp. auch mit dem dat., wie Plut. ταῖς ἐῤῥωμενεστάταις φύσεσιν ἐπιλείπει τὸ θαῤῥεῖν Cic. 42; Ael. H. A. 8, 17. – Trans., verlassen, ὁ [[Σκάμανδρος]] ἐπέλιπε τὸ [[ῥέεθρον]], verließ sein Bette, d. i. trocknete aus, Her. 7, 43; οὐδὲν τῶν ἐμῶν, ich lasse es von meiner Seite an Nichts fehlen, Plat. Prot. 310 e; μ υρία [[ἐπιλείπω]] λέγων Phil. 26 b; μηδὲν ἐλέγχων ἡδονῆς τε καὶ ἐπιστήμης 52 d, ich unterlasse zu prüfen; pass., ἡ φορὰ ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Plat. Epin. 978 a; – τὸ ἐπιλειπόμενον τῆς φάλαγγος, der zurückbleibende Theil, Xen. An. 1, 8, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0957.png Seite 957]] ausgehen, mangeln, bes. im aor., fehlen, bes. von Vorräthen wie Lebensmitteln; περιγίγνεσθαι δ' αὐτῷ [[μηδέν]], μἡ [[μέντοι]] μηδ' ἐπιλείπειν Ar. Plut. 554; ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Her. 3, 108; τῷ σίτῳ ἐπιλιπόντι, durch Getreidemangel, πιέζεσθαι, Thuc. 3, 20; τῆς τροφῆς ἐπιλελοιπυίας Plat. Polit. 274 c; ὥςτε τὸν λόγον [[μηδέποτε]] ἐκλιπεῖν Prot. 334 e; τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπε Xen. An. 4, 7, 1 u. öfter; ἐπιλείπει τὰ φρέατα, die Brunnen versiegen, Dem. 14, 30; vgl. Her. 7, 48; auch mit dem acc. der Person, [[ὕδωρ]] μιν ἐπέλιπε, es gebrach ihm an Wasser, 7, 21; τὸ δὲ [[στράτευμα]] ὁ [[σῖτος]] ἐπέλιπε, der Mundvorrath war dem Heere ausgegangen, Xen. An 1, 5, 6; vgl. γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ' ἐπιλείψουσι Ar. Av. 1106; kom. τοὺς πρεσβύτας ἐπιλείψει τὸ [[πέος]] Eccl. 620; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ ἐλπίδες Thuc. 5, 103; κινδυνεύει ἡ τοῦ Εὐθύφρονός με [[μοῦσα]] ἐπιλελοιπέναι Plat. Prot. 409 d; ἐπιλείπει με ὁ [[χρόνος]], ἡ [[ἡμέρα]], es gebricht mir an Zeit, der Tag geht mir darüber aus, Lys. 12, 1 Isocr. 1, 11 Dem. 18, 296, u. oft bei Rednern; Sp. auch mit dem dat., wie Plut. ταῖς ἐῤῥωμενεστάταις φύσεσιν ἐπιλείπει τὸ θαῤῥεῖν Cic. 42; Ael. H. A. 8, 17. – Trans., verlassen, ὁ [[Σκάμανδρος]] ἐπέλιπε τὸ [[ῥέεθρον]], verließ sein Bette, d. i. trocknete aus, Her. 7, 43; οὐδὲν τῶν ἐμῶν, ich lasse es von meiner Seite an Nichts fehlen, Plat. Prot. 310 e; μ υρία [[ἐπιλείπω]] λέγων Phil. 26 b; μηδὲν ἐλέγχων ἡδονῆς τε καὶ ἐπιστήμης 52 d, ich unterlasse zu prüfen; pass., ἡ φορὰ ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Plat. Epin. 978 a; – τὸ ἐπιλειπόμενον τῆς φάλαγγος, der zurückbleibende Theil, Xen. An. 1, 8, 18. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιλείπω''': ἀφίνω, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο, ἐπελέλειπτο δὲ πλεῖον, «τὸ δὲ πλεῖον αὐτῷ λείπεται καθὰ καὶ ἔδει» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 475, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8. 18. ― Παθ. [[μετὰ]] γεν., ὑπολείπομαι, ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Πλάτ. Ἐπινομ. 978Α. 2) ἀφίνω τι ἄθικτον, [[παραλείπω]], ὡς οὔτ’ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν [[οὔτε]] τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· [[μετὰ]] μετοχ., καὶ ἄλλα δὲ μυρία [[ἐπιλείπω]] λέγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 26Β, πρβλ. 52D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., [[ἐκλείπω]], [[ἀπολείπω]], ὡς τὸ Λατ. deficere, μετ’ αἰτ. προσ., ἀλλ’ ἥβην ἐρατὴν [[ὀλοφύρομαι]], ἥ μ’ ἐπιλείπει, ἥτις μ’ ἀφίνει, Θέογν. 1130· γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1102· [[ἐπειδὰν]] αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν ἐλπίδες Θουκ. 5. 103, πρβλ. Ἀντιφῶντα 131. 27· ἐπιλείπει με ὁ [[χρόνος]], ὁ καιρὸς μοῦ λείπει, δὲν ἀρκεῖ, Λατ. dies me deficit, Ἰσοκρ. 4Α, πρβλ. 345C· ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]] Δημ. 324. 18: ― μεταγεν. [[μετὰ]] δοτ., Πλουτ. Κικ. 42, Αἰλ. π. Ζ. 8. 17. 2) παρ’ Ἡροδ. [[συχνάκις]] ἐπὶ ποταμῶν, κοῖον δὲ πινόμενόν μιν [[ὕδωρ]] οὐκ ἐπέλιπε, πλὴν τῶν μεγάλων ποταμῶν; περὶ τῶν στρατευμάτων τοῦ Ξέρξου [[ἅπερ]] [[ὁπόθεν]] διήρχοντο ἔπινον ὅλον τὸ [[ὕδωρ]] τῶν ῥυάκων καὶ ποταμίων, Ἡρόδ. 7. 21, πρβλ. 2. 174· οὕτω, τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ποταμοὺς) ὁ αὐτ. 2. 25· ἀπικομένου δὲ τοῦ στρατοῦ ἐπὶ τὸν Σκάμανδρον... ἐπέλιπε τὸ [[ῥέεθρον]], οὐδ’ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ τε καὶ τοῖσι κτήνεσι πινόμενος ὁ αὐτ. 7. 43, 58, κτλ.· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τῆς λέξεως [[ῥέεθρον]], ξηραίνομαι, ὁ αὐτ. 7. 127· [[οὕτως]], ἐπ. τὰ φρέατα Δημ. 186. 16. 3) ἀκολούθως [[καθόλου]], [[ἐκλείπω]], ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμεθα Ἡρόδ. 3. 108· [[σῖτος]] ἐπιλιπὼν Θουκ. 3. 20· τὰ ἐπιτήδεια ἐπ. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1· [[ὥστε]] τὸν λόγον [[μηδέποτε]] ἐπ. Πλάτ. Πρωτ. 334Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιγίγνεσθαι, Ἀριστοφ. Πλ. 554. | |||
}} | }} |