3,274,216
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιλείπω''': ἀφίνω, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο, ἐπελέλειπτο δὲ πλεῖον, «τὸ δὲ πλεῖον αὐτῷ λείπεται καθὰ καὶ ἔδει» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 475, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8. 18. ― Παθ. [[μετὰ]] γεν., ὑπολείπομαι, ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Πλάτ. Ἐπινομ. 978Α. 2) ἀφίνω τι ἄθικτον, [[παραλείπω]], ὡς οὔτ’ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν [[οὔτε]] τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· [[μετὰ]] μετοχ., καὶ ἄλλα δὲ μυρία [[ἐπιλείπω]] λέγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 26Β, πρβλ. 52D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., [[ἐκλείπω]], [[ἀπολείπω]], ὡς τὸ Λατ. deficere, μετ’ αἰτ. προσ., ἀλλ’ ἥβην ἐρατὴν [[ὀλοφύρομαι]], ἥ μ’ ἐπιλείπει, ἥτις μ’ ἀφίνει, Θέογν. 1130· γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1102· [[ἐπειδὰν]] αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν ἐλπίδες Θουκ. 5. 103, πρβλ. Ἀντιφῶντα 131. 27· ἐπιλείπει με ὁ [[χρόνος]], ὁ καιρὸς μοῦ λείπει, δὲν ἀρκεῖ, Λατ. dies me deficit, Ἰσοκρ. 4Α, πρβλ. 345C· ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]] Δημ. 324. 18: ― μεταγεν. [[μετὰ]] δοτ., Πλουτ. Κικ. 42, Αἰλ. π. Ζ. 8. 17. 2) παρ’ Ἡροδ. [[συχνάκις]] ἐπὶ ποταμῶν, κοῖον δὲ πινόμενόν μιν [[ὕδωρ]] οὐκ ἐπέλιπε, πλὴν τῶν μεγάλων ποταμῶν; περὶ τῶν στρατευμάτων τοῦ Ξέρξου [[ἅπερ]] [[ὁπόθεν]] διήρχοντο ἔπινον ὅλον τὸ [[ὕδωρ]] τῶν ῥυάκων καὶ ποταμίων, Ἡρόδ. 7. 21, πρβλ. 2. 174· οὕτω, τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ποταμοὺς) ὁ αὐτ. 2. 25· ἀπικομένου δὲ τοῦ στρατοῦ ἐπὶ τὸν Σκάμανδρον... ἐπέλιπε τὸ [[ῥέεθρον]], οὐδ’ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ τε καὶ τοῖσι κτήνεσι πινόμενος ὁ αὐτ. 7. 43, 58, κτλ.· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τῆς λέξεως [[ῥέεθρον]], ξηραίνομαι, ὁ αὐτ. 7. 127· [[οὕτως]], ἐπ. τὰ φρέατα Δημ. 186. 16. 3) ἀκολούθως [[καθόλου]], [[ἐκλείπω]], ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμεθα Ἡρόδ. 3. 108· [[σῖτος]] ἐπιλιπὼν Θουκ. 3. 20· τὰ ἐπιτήδεια ἐπ. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1· [[ὥστε]] τὸν λόγον [[μηδέποτε]] ἐπ. Πλάτ. Πρωτ. 334Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιγίγνεσθαι, Ἀριστοφ. Πλ. 554. | |lstext='''ἐπιλείπω''': ἀφίνω, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο, ἐπελέλειπτο δὲ πλεῖον, «τὸ δὲ πλεῖον αὐτῷ λείπεται καθὰ καὶ ἔδει» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 475, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8. 18. ― Παθ. [[μετὰ]] γεν., ὑπολείπομαι, ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Πλάτ. Ἐπινομ. 978Α. 2) ἀφίνω τι ἄθικτον, [[παραλείπω]], ὡς οὔτ’ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν [[οὔτε]] τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· [[μετὰ]] μετοχ., καὶ ἄλλα δὲ μυρία [[ἐπιλείπω]] λέγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 26Β, πρβλ. 52D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., [[ἐκλείπω]], [[ἀπολείπω]], ὡς τὸ Λατ. deficere, μετ’ αἰτ. προσ., ἀλλ’ ἥβην ἐρατὴν [[ὀλοφύρομαι]], ἥ μ’ ἐπιλείπει, ἥτις μ’ ἀφίνει, Θέογν. 1130· γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1102· [[ἐπειδὰν]] αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν ἐλπίδες Θουκ. 5. 103, πρβλ. Ἀντιφῶντα 131. 27· ἐπιλείπει με ὁ [[χρόνος]], ὁ καιρὸς μοῦ λείπει, δὲν ἀρκεῖ, Λατ. dies me deficit, Ἰσοκρ. 4Α, πρβλ. 345C· ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]] Δημ. 324. 18: ― μεταγεν. [[μετὰ]] δοτ., Πλουτ. Κικ. 42, Αἰλ. π. Ζ. 8. 17. 2) παρ’ Ἡροδ. [[συχνάκις]] ἐπὶ ποταμῶν, κοῖον δὲ πινόμενόν μιν [[ὕδωρ]] οὐκ ἐπέλιπε, πλὴν τῶν μεγάλων ποταμῶν; περὶ τῶν στρατευμάτων τοῦ Ξέρξου [[ἅπερ]] [[ὁπόθεν]] διήρχοντο ἔπινον ὅλον τὸ [[ὕδωρ]] τῶν ῥυάκων καὶ ποταμίων, Ἡρόδ. 7. 21, πρβλ. 2. 174· οὕτω, τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ποταμοὺς) ὁ αὐτ. 2. 25· ἀπικομένου δὲ τοῦ στρατοῦ ἐπὶ τὸν Σκάμανδρον... ἐπέλιπε τὸ [[ῥέεθρον]], οὐδ’ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ τε καὶ τοῖσι κτήνεσι πινόμενος ὁ αὐτ. 7. 43, 58, κτλ.· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τῆς λέξεως [[ῥέεθρον]], ξηραίνομαι, ὁ αὐτ. 7. 127· [[οὕτως]], ἐπ. τὰ φρέατα Δημ. 186. 16. 3) ἀκολούθως [[καθόλου]], [[ἐκλείπω]], ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμεθα Ἡρόδ. 3. 108· [[σῖτος]] ἐπιλιπὼν Θουκ. 3. 20· τὰ ἐπιτήδεια ἐπ. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1· [[ὥστε]] τὸν λόγον [[μηδέποτε]] ἐπ. Πλάτ. Πρωτ. 334Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιγίγνεσθαι, Ἀριστοφ. Πλ. 554. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπιλείψω, <i>ao.2</i> ἐπέλιπον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> faire défaut, manquer ; <i>en parl. de cours d’eau, de puits</i> être à sec ; avec un acc. : [[Σκάμανδρος]] ἐπέλιπε τὸ [[ῥέεθρον]] HDT le Scamandre manqua d’eau pour alimenter son courant ; [[τῶν]] ὄμβρων ἐπιλιπόντων τοὺς ποταμούς HDT les pluies ayant fait défaut aux fleuves ; <i>rar.</i> τινι faire défaut à qqn ; ἐπιλείπει με ὁ [[χρόνος]] ISOCR le temps me fait défaut ; ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]] DÉM le jour ne me suffira pas pour dire;<br /><b>II.</b> laisser de côté, <i>d’où</i><br /><b>1</b> laisser en arrière;<br /><b>2</b> omettre, négliger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λείπω]]. | |||
}} | }} |