3,277,197
edits
(13_6b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] ένος, ὁ, <b class="b2">Hafen</b>, Bucht, von [[ὅρμος]], der eigentlichen Anfurth im Innern des Hafens, unterschieden, Il. 1, 432 ff., λιμένες, [[νηῶν]] ὄχοι, Od. 5, 404, ναύλοχοι, 4, 846, öfter; im plur., λιμένες πάνορμοι, auch 13, 195, wo wie bei Eur. El. 439 Mel. 521, vgl. auch Soph. Phil. 924 u. überall in Prosa, der plur. für den sing. steht; Pol. 10, 1, 1 u. öfter. Uebertr., Sammelplatz, wo von allen Seiten Etwas, wie im Hafen die Schiffe, zusammenkommt, πολὺς πλούτου [[λιμήν]], Aesch. Pers. 246, wie Eur. Or. 1077; vgl. Soph. βοῆς δὲ τῆς σῆς [[ποῖος]] οὐκ ἔσται [[λιμήν]], O. R. 420; παντὸς οἰωνοῦ λ., Ant. 987, und [[δυσκάθαρτος]] Ἅιδου [[λιμήν]], ib. 1270. – Zufluchtsort, wie auch wir Hafen sagen, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, Aesch. Suppl. 466; ἑταιρείας λ., Soph. Ai. 668; [[οὗτος]] γὰρ ἁνὴρ λιμὴν [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Med. 769; sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] ένος, ὁ, <b class="b2">Hafen</b>, Bucht, von [[ὅρμος]], der eigentlichen Anfurth im Innern des Hafens, unterschieden, Il. 1, 432 ff., λιμένες, [[νηῶν]] ὄχοι, Od. 5, 404, ναύλοχοι, 4, 846, öfter; im plur., λιμένες πάνορμοι, auch 13, 195, wo wie bei Eur. El. 439 Mel. 521, vgl. auch Soph. Phil. 924 u. überall in Prosa, der plur. für den sing. steht; Pol. 10, 1, 1 u. öfter. Uebertr., Sammelplatz, wo von allen Seiten Etwas, wie im Hafen die Schiffe, zusammenkommt, πολὺς πλούτου [[λιμήν]], Aesch. Pers. 246, wie Eur. Or. 1077; vgl. Soph. βοῆς δὲ τῆς σῆς [[ποῖος]] οὐκ ἔσται [[λιμήν]], O. R. 420; παντὸς οἰωνοῦ λ., Ant. 987, und [[δυσκάθαρτος]] Ἅιδου [[λιμήν]], ib. 1270. – Zufluchtsort, wie auch wir Hafen sagen, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, Aesch. Suppl. 466; ἑταιρείας λ., Soph. Ai. 668; [[οὗτος]] γὰρ ἁνὴρ λιμὴν [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Med. 769; sp. D. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῐμήν''': -ένος, ὁ, (πιθ. ἐκ τῆς √ΛΙΒ, [[λείβω]], πρβλ. [[λίμνη]])· -[[λιμήν]], «λιμάνι» ἐνῷ [[ὅρμος]] [[εἶναι]] τὸ ἐσώτατον [[μέρος]] τοῦ λιμένος, [[ἔνθα]] τὰ πλοῖα προσορμίζονται καὶ [[ὅπου]] ἀποβαίνουσιν εἰς τὴν ξηρὰν οἱ ἐπιβάται, Ὅμ., ἴδε πρὸ πάντων Ἰλ. Α. 432, 435· ἀλλὰ [[μετέπειτα]] οὐδεμία τοιαύτη [[διάκρισις]] ἐτηρεῖτο, Κανθάρου λ., [[νεώριον]] καὶ λιμὴν ἐν Πειραιεῖ, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς μικρὸν ἀνωτέρω λέξεως [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 145, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· - [[συχνάκις]] ἐν τῷ πληθ., λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι Ὀδ. Ε. 404· λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ Δ. 846· λιμένες τε πάνορμοι Ν. 195· οὕτω Σοφ. Φ. 936, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., λιμένες θαλάσσης, ὡς καταφύγια ἀπὸ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Ε. 418, 440, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207. ΙΙ. μεταφορ., [[λιμήν]], [[καταφύγιον]], Θέογν. 460· ἑταιρείας λ., φιλίας, Σοφ. Αἴ. 683· [[οὗτος]]... λ. [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Εὐρ. Μήδ. 769· [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., λ. κακῶν, ἀπὸ κακῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 471· ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ Εὐρ. Ἀνδρ. 58. 891· λ. τῆς [[πλάνης]] ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται Διον. Ἁλ. 1. 2) [[μέρος]] [[ἔνθα]] συνάγει τίς τι, [[ταμεῖον]], ὦ Περσὶς αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 250, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1077· παντὸς οἰωνοῦ λ. Σοφ. Ἀντ. 1000· Ἅιδου λ., λιμὴν θανάτου, [[αὐτόθι]] 1284· ἐν Ο. Τ. 420, ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]]: πῶς ὁ Κιθαιρὼν δὲν θὰ πληρωθῇ τῶν φωνῶν σου (λιμὴν ἔσται τῆς σῆς βοῆς); πῶς δὲν θὰ ἀντιχήσῃ ἐκ τῶν φωνῶν; - ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ Πάφῳ [[προσέτι]] = [[ἀγορά]], Γαλην. 4. 296. 3) ἡ πηγὴ τῆς γεννήσεως, ἡ [[μήτρα]], κτλ., Ἐμπεδ. 331, Σοφ. Ο. Τ. 1208. | |||
}} | }} |