3,277,719
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐμήν''': -ένος, ὁ, (πιθ. ἐκ τῆς √ΛΙΒ, [[λείβω]], πρβλ. [[λίμνη]])· -[[λιμήν]], «λιμάνι» ἐνῷ [[ὅρμος]] [[εἶναι]] τὸ ἐσώτατον [[μέρος]] τοῦ λιμένος, [[ἔνθα]] τὰ πλοῖα προσορμίζονται καὶ [[ὅπου]] ἀποβαίνουσιν εἰς τὴν ξηρὰν οἱ ἐπιβάται, Ὅμ., ἴδε πρὸ πάντων Ἰλ. Α. 432, 435· ἀλλὰ [[μετέπειτα]] οὐδεμία τοιαύτη [[διάκρισις]] ἐτηρεῖτο, Κανθάρου λ., [[νεώριον]] καὶ λιμὴν ἐν Πειραιεῖ, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς μικρὸν ἀνωτέρω λέξεως [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 145, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· - [[συχνάκις]] ἐν τῷ πληθ., λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι Ὀδ. Ε. 404· λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ Δ. 846· λιμένες τε πάνορμοι Ν. 195· οὕτω Σοφ. Φ. 936, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., λιμένες θαλάσσης, ὡς καταφύγια ἀπὸ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Ε. 418, 440, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207. ΙΙ. μεταφορ., [[λιμήν]], [[καταφύγιον]], Θέογν. 460· ἑταιρείας λ., φιλίας, Σοφ. Αἴ. 683· [[οὗτος]]... λ. [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Εὐρ. Μήδ. 769· [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., λ. κακῶν, ἀπὸ κακῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 471· ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ Εὐρ. Ἀνδρ. 58. 891· λ. τῆς [[πλάνης]] ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται Διον. Ἁλ. 1. 2) [[μέρος]] [[ἔνθα]] συνάγει τίς τι, [[ταμεῖον]], ὦ Περσὶς αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 250, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1077· παντὸς οἰωνοῦ λ. Σοφ. Ἀντ. 1000· Ἅιδου λ., λιμὴν θανάτου, [[αὐτόθι]] 1284· ἐν Ο. Τ. 420, ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]]: πῶς ὁ Κιθαιρὼν δὲν θὰ πληρωθῇ τῶν φωνῶν σου (λιμὴν ἔσται τῆς σῆς βοῆς); πῶς δὲν θὰ ἀντιχήσῃ ἐκ τῶν φωνῶν; - ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ Πάφῳ [[προσέτι]] = [[ἀγορά]], Γαλην. 4. 296. 3) ἡ πηγὴ τῆς γεννήσεως, ἡ [[μήτρα]], κτλ., Ἐμπεδ. 331, Σοφ. Ο. Τ. 1208. | |lstext='''λῐμήν''': -ένος, ὁ, (πιθ. ἐκ τῆς √ΛΙΒ, [[λείβω]], πρβλ. [[λίμνη]])· -[[λιμήν]], «λιμάνι» ἐνῷ [[ὅρμος]] [[εἶναι]] τὸ ἐσώτατον [[μέρος]] τοῦ λιμένος, [[ἔνθα]] τὰ πλοῖα προσορμίζονται καὶ [[ὅπου]] ἀποβαίνουσιν εἰς τὴν ξηρὰν οἱ ἐπιβάται, Ὅμ., ἴδε πρὸ πάντων Ἰλ. Α. 432, 435· ἀλλὰ [[μετέπειτα]] οὐδεμία τοιαύτη [[διάκρισις]] ἐτηρεῖτο, Κανθάρου λ., [[νεώριον]] καὶ λιμὴν ἐν Πειραιεῖ, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς μικρὸν ἀνωτέρω λέξεως [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 145, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· - [[συχνάκις]] ἐν τῷ πληθ., λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι Ὀδ. Ε. 404· λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ Δ. 846· λιμένες τε πάνορμοι Ν. 195· οὕτω Σοφ. Φ. 936, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., λιμένες θαλάσσης, ὡς καταφύγια ἀπὸ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Ε. 418, 440, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207. ΙΙ. μεταφορ., [[λιμήν]], [[καταφύγιον]], Θέογν. 460· ἑταιρείας λ., φιλίας, Σοφ. Αἴ. 683· [[οὗτος]]... λ. [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Εὐρ. Μήδ. 769· [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., λ. κακῶν, ἀπὸ κακῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 471· ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ Εὐρ. Ἀνδρ. 58. 891· λ. τῆς [[πλάνης]] ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται Διον. Ἁλ. 1. 2) [[μέρος]] [[ἔνθα]] συνάγει τίς τι, [[ταμεῖον]], ὦ Περσὶς αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 250, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1077· παντὸς οἰωνοῦ λ. Σοφ. Ἀντ. 1000· Ἅιδου λ., λιμὴν θανάτου, [[αὐτόθι]] 1284· ἐν Ο. Τ. 420, ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]]: πῶς ὁ Κιθαιρὼν δὲν θὰ πληρωθῇ τῶν φωνῶν σου (λιμὴν ἔσται τῆς σῆς βοῆς); πῶς δὲν θὰ ἀντιχήσῃ ἐκ τῶν φωνῶν; - ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ Πάφῳ [[προσέτι]] = [[ἀγορά]], Γαλην. 4. 296. 3) ἡ πηγὴ τῆς γεννήσεως, ἡ [[μήτρα]], κτλ., Ἐμπεδ. 331, Σοφ. Ο. Τ. 1208. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ένος (ὁ) :<br /><b>I.</b> port : λιμένες θαλάσσης OD ports pour s’abriter contre la mer;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> endroit pour mettre à l’abri, lieu de dépôt : πλούτου ESCHL (la terre de Perse) où sont amassés des trésors ; παντὸς οἰωνοῦ SOPH séjour d’oiseaux de toute sorte;<br /><b>2</b> retraite, refuge, asile : ἑταιρίας SOPH de l’amitié ; κακῶν ESCHL contre les maux.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, > [[λείβω]]. | |||
}} | }} |