μάρμαρος: Difference between revisions

6_19
(13_6b)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0096.png Seite 96]] ὁ (von [[μαρμαίρω]], also eigtl. von schimmernder Farbe, wie die Alten auch geradezu bei Hom. es durch [[λευκός]] erklären), Hom. übh. Felsblock, Stein, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, Il. 12, 380, wie Od. 6, 499, u. adjectivisch, πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα, Il. 16, 735, wie Eur. Phoen. 1410; ὃν ὤλεσε μαρμάρῳ 667; Ar. Ach. 1135; Nonn. D. 22, 157 vrbdt sogar [[μάρμαρος]] [[αἴγλη]]. – Später bes. eine vorzüglich glänzende Steinart, Marmor. In dieser Bdtg auch fem., Strab. IX, 399; [[λατόμιον]] μαρμάρου λίθου, Marmorbruch, XIV, 645; Arbeit aus Marmor, bes. Grabstein, Theocr. 22, 211. – Uebh. ein harter Körper, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0096.png Seite 96]] ὁ (von [[μαρμαίρω]], also eigtl. von schimmernder Farbe, wie die Alten auch geradezu bei Hom. es durch [[λευκός]] erklären), Hom. übh. Felsblock, Stein, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, Il. 12, 380, wie Od. 6, 499, u. adjectivisch, πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα, Il. 16, 735, wie Eur. Phoen. 1410; ὃν ὤλεσε μαρμάρῳ 667; Ar. Ach. 1135; Nonn. D. 22, 157 vrbdt sogar [[μάρμαρος]] [[αἴγλη]]. – Später bes. eine vorzüglich glänzende Steinart, Marmor. In dieser Bdtg auch fem., Strab. IX, 399; [[λατόμιον]] μαρμάρου λίθου, Marmorbruch, XIV, 645; Arbeit aus Marmor, bes. Grabstein, Theocr. 22, 211. – Uebh. ein harter Körper, Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''μάρμᾰρος''': -ου, ὁ, [[λίθος]] ἢ [[πέτρα]] κρυσταλλώδους φύσεως μαρμαίρουσα εἰς τὸ φῶς, [[μάρμαρον]], [[λίθος]], μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, «λίθῳ τραχεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 380, Ὀδ. Ι. 499, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 663, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1172· ἐπιθετικῶς μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., λάζετο πέτρον [[μάρμαρον]], «λευκὸν λίθον» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 735, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1401, κτλ. ΙΙ. ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. marmor, τὸ [[κυρίως]] καλούμενον [[μάρμαρον]], [[μάρμαρον]] ἢ λίθον λευκὴν Ἱππ. 666. 19, πρβλ. Θεόφρ. π. Λίθων 9· [[ὡσαύτως]] θηλ. (πρβλ. [[λίθος]]), μαρμάρου... τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Στράβ. 399· μ. [[λίθος]] ὁ αὐτ. 645, [[ὅθεν]], 2) [[ἔργον]] ἐκ μαρμάρου, δηλ. [[πέτρα]] τάφου, τυκτὰν [[μάρμαρον]] Θεόκρ. 22. 211. 3) [[λατύπη]], τεμάχια ἀπολειπόμενα ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ μαρμάρου, ἀρσεν., Πλούτ. 2. 954Α.
}}
}}