ἄγαλμα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγαλμα''': -ατος, τό, καθ’ Ἡσύχ. πᾶν ἐφ ᾧ τις ἀγάλλεται, [[τιμή]], εὐφροσύνη, [[δόξα]], Ἰλ. Δ, 144, κτλ. Οὕτως ἐν τοῖς ἀποσπ. τοῦ Ἁλκ. 15, οἱ ἵππειοι λόφοι λέγονται ἀγάλματα ταῖς κεφαλαῖς τῶν ἀνδρῶν, κεφάλαισιν ἄνδρων ([[μετὰ]] Αἰολ. τονισμοῦ) ἀγάλματα· καὶ ὁ Πίνδ. ἀποκαλεῖ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ᾠδὴν χώρας [[ἄγαλμα]], Ν. 3, 21, πρβλ. 8. 27· [[συχνάκις]] ἐπὶ παιδίων, [[τέκνον]] δόμων [[ἄγαλμα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· εὐκλείας τέκνοις ἄγ., δόξης [[στέφανος]] δι’ αὐτὰ (πρβλ. [[εὔκλεια]]), Σοφ. Ἀντ. 704· Καδμεΐας ἄγ. Νύμφας, περὶ τοῦ Βάκχου, αὐτ. 1116· ματέρος ἄγ. φόνιον, ἐπὶ σφαγέντων υἱῶν, Εὐρ. Ἱκ. 369, [[ἔνθα]] ἴδε Markl., ἀγάλματ’ ἀγορᾶς = [[ἁπλῶς]] κοσμήματα τῆς ἀγορᾶς (πρβλ. [[ἀγοραῖος]] ΙΙ. 3), Εὐρ. Ἠλ. 385, πρβλ. Μεταγέν. ἐν «Ὀμήρῳ ἢ Ἀσκηταῖς» 1. 2) [[δῶρον]] εὐχάριστον, [[μάλιστα]] διὰ τοὺς θεούς, ἄγ. θεῶν, Ὀδ. Θ, 509, πρβλ. Γ, 438, [[ἔνθα]] [[ταῦρος]] κεκοσμημένος πρὸς θυσίαν λέγεται [[ἄγαλμα]]· περὶ τρίποδος, Ἡρόδ. 5. 60, 61, 158, καὶ [[καθόλου]], = [[ἀνάθημα]], Ἐπιγραφ. ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3. (ἴδε Böckh), 24, 150, καὶ ἀλλ.· ἄνθηκεν [[ἄγαλμα]], Σιμωνίδ. 155, Χάρης εἰμί ... ἄγ. τῷ Ἀπόλλωνι, Ἐπιγραφ. ἐν Βραγχίδαις, Newton 779· [[οὕτως]], Ἑκάτης [[ἄγαλμα]] ... [[κύων]], ὡς ἱερὸς εἰς αὐτήν, Εὐρ. Ἀποσπ. 959, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 635. 3) [[ἄγαλμα]] ([[ὁμοίωμα]]) εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 1. 131., 2. 42, 46, Λυσ. 104, 35· ὡς ἀντικείμενον λατρείας, Αἰσχύλ. Θ. 258, Εὐμ. 55, Σοφ. Ο. Τ. 1379. Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α· - [[ἔργον]] γλυπτικῆς, [[μήτε]] ἄγ. [[μήτε]] γραφή, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 10· - ἀλλὰ τό, ἄγ. Ἀΐδα, παρὰ Πινδ. Ν. 10, 125, [[εἶναι]] ὁ πρὸς τῇ κεφαλῇ [[λίθος]] τοῦ τάφου ὁ καλούμενος [[στάλα]] ἐν τῷ παραλλήλῳ χωρίῳ τοῦ Θεοκρ., 22. 207. 4) ἀκολούθως ἐν γένει = [[ἀνδριάς]], πᾶν [[εἶδος]] ἀγάλματος, Πλάτ. Μένων 97D: ἢ [[εἰκών]], ἐξαλειφθεῖσ’ ὡς [[ἄγαλμα]], Εὐρ. Ἑλ. 262· πρβλ. Α. Β. 82, 324, 334. 5) [[τέλος]] πᾶν [[ὁμοίωμα]] παριστώμενον διὰ γραφῆς ἢ διὰ λόγου, Πλάτ. Τίμ. 529C. Συμπ. 216Ε. - Περὶ τῆς λέξ. ὅρα Ruhnk. Τίμ. Λεξ. Πλάτ. ἐν λέξ.
|lstext='''ἄγαλμα''': -ατος, τό, καθ’ Ἡσύχ. πᾶν ἐφ ᾧ τις ἀγάλλεται, [[τιμή]], εὐφροσύνη, [[δόξα]], Ἰλ. Δ, 144, κτλ. Οὕτως ἐν τοῖς ἀποσπ. τοῦ Ἁλκ. 15, οἱ ἵππειοι λόφοι λέγονται ἀγάλματα ταῖς κεφαλαῖς τῶν ἀνδρῶν, κεφάλαισιν ἄνδρων ([[μετὰ]] Αἰολ. τονισμοῦ) ἀγάλματα· καὶ ὁ Πίνδ. ἀποκαλεῖ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ᾠδὴν χώρας [[ἄγαλμα]], Ν. 3, 21, πρβλ. 8. 27· [[συχνάκις]] ἐπὶ παιδίων, [[τέκνον]] δόμων [[ἄγαλμα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· εὐκλείας τέκνοις ἄγ., δόξης [[στέφανος]] δι’ αὐτὰ (πρβλ. [[εὔκλεια]]), Σοφ. Ἀντ. 704· Καδμεΐας ἄγ. Νύμφας, περὶ τοῦ Βάκχου, αὐτ. 1116· ματέρος ἄγ. φόνιον, ἐπὶ σφαγέντων υἱῶν, Εὐρ. Ἱκ. 369, [[ἔνθα]] ἴδε Markl., ἀγάλματ’ ἀγορᾶς = [[ἁπλῶς]] κοσμήματα τῆς ἀγορᾶς (πρβλ. [[ἀγοραῖος]] ΙΙ. 3), Εὐρ. Ἠλ. 385, πρβλ. Μεταγέν. ἐν «Ὀμήρῳ ἢ Ἀσκηταῖς» 1. 2) [[δῶρον]] εὐχάριστον, [[μάλιστα]] διὰ τοὺς θεούς, ἄγ. θεῶν, Ὀδ. Θ, 509, πρβλ. Γ, 438, [[ἔνθα]] [[ταῦρος]] κεκοσμημένος πρὸς θυσίαν λέγεται [[ἄγαλμα]]· περὶ τρίποδος, Ἡρόδ. 5. 60, 61, 158, καὶ [[καθόλου]], = [[ἀνάθημα]], Ἐπιγραφ. ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3. (ἴδε Böckh), 24, 150, καὶ ἀλλ.· ἄνθηκεν [[ἄγαλμα]], Σιμωνίδ. 155, Χάρης εἰμί ... ἄγ. τῷ Ἀπόλλωνι, Ἐπιγραφ. ἐν Βραγχίδαις, Newton 779· [[οὕτως]], Ἑκάτης [[ἄγαλμα]] ... [[κύων]], ὡς ἱερὸς εἰς αὐτήν, Εὐρ. Ἀποσπ. 959, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 635. 3) [[ἄγαλμα]] ([[ὁμοίωμα]]) εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 1. 131., 2. 42, 46, Λυσ. 104, 35· ὡς ἀντικείμενον λατρείας, Αἰσχύλ. Θ. 258, Εὐμ. 55, Σοφ. Ο. Τ. 1379. Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α· - [[ἔργον]] γλυπτικῆς, [[μήτε]] ἄγ. [[μήτε]] γραφή, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 10· - ἀλλὰ τό, ἄγ. Ἀΐδα, παρὰ Πινδ. Ν. 10, 125, [[εἶναι]] ὁ πρὸς τῇ κεφαλῇ [[λίθος]] τοῦ τάφου ὁ καλούμενος [[στάλα]] ἐν τῷ παραλλήλῳ χωρίῳ τοῦ Θεοκρ., 22. 207. 4) ἀκολούθως ἐν γένει = [[ἀνδριάς]], πᾶν [[εἶδος]] ἀγάλματος, Πλάτ. Μένων 97D: ἢ [[εἰκών]], ἐξαλειφθεῖσ’ ὡς [[ἄγαλμα]], Εὐρ. Ἑλ. 262· πρβλ. Α. Β. 82, 324, 334. 5) [[τέλος]] πᾶν [[ὁμοίωμα]] παριστώμενον διὰ γραφῆς ἢ διὰ λόγου, Πλάτ. Τίμ. 529C. Συμπ. 216Ε. - Περὶ τῆς λέξ. ὅρα Ruhnk. Τίμ. Λεξ. Πλάτ. ἐν λέξ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ornement, parure, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> <i>fig. en parl. de pers.</i> : Νηρέως [[ἄγαλμα]] EUR enfants qui font la joie et l’orgueil de Nérée;<br /><b>II.</b> ouvrage travaillé avec art et offert à un dieu, <i>d’où</i><br /><b>1</b> offrande aux dieux;<br /><b>2</b> image des dieux (statue, peinture);<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> statue, image qcque : ἀγάλματ’ ἀγορᾶς EUR de belles images qu’admire la foule sur la place publique;<br /><b>2</b> groupe <i>ou</i> monument qcque : ὠδῖνος [[ἄγαλμα]] Δίας EUR le monument de l’enfantement du fils de Zeus <i>en parl. du palmier de Délos que Latone entoura de ses bras dans les douleurs de l’enfantement</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγάλλω]].
}}
}}