ἀγάστονος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγάστονος''': -ον, ὁ μεγάλα στενάζων, ἠχῶν, παταγῶν, ἐπὶ τοῦ ὑποκώφου ῥόθου τῶν κυμάτων, Ὀδ. Μ, 97, Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 94. 2) μεγαλοφώνως θρηνῶν, Αἰσχύλ. Θ. 97.
|lstext='''ἀγάστονος''': -ον, ὁ μεγάλα στενάζων, ἠχῶν, παταγῶν, ἐπὶ τοῦ ὑποκώφου ῥόθου τῶν κυμάτων, Ὀδ. Μ, 97, Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 94. 2) μεγαλοφώνως θρηνῶν, Αἰσχύλ. Θ. 97.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui gémit fortement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[στένω]].
}}
}}