ἀγάστονος
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἀγάστονον, much groaning, of the sea, Od.12.97, h.Ap.94: loud-wailing, lamentable, A.Th.99, cf. AP14.123; πόνος Naum. ap. Stob.4.22.32.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 muy gemidor, bramador de Anfitrita o el mar ἀ. Ἀμφιτρίτη Od.12.97, h.Ap.94, cf. Hes.Fr.31.6, Corn.ND 22, mit. en POxy.4306.1.2.10.
2 de pers. gemidor, muy desgraciado τί μέλλομεν ἀγάστονοι; A.Th.98, cf. AP 14.123 (Metrod.), Nonn.D.46.207.
3 de cosas y abstr. que provoca lamentos del dolor del parto, Naumach.4, στήσειας ... ἀλλοφύλων ... θούριον ἔγχος, ἀγάστονον Gr.Naz.M.37.1281.
German (Pape)
[Seite 9] (στένω), sehr stöhnend, dah. 1) stark brausend, Ἀμφιτρίτη Hom. Od. 12, 97 (ἅπαξ εἰρημ.); H. Ap. 54. – 2) laut wehklagend, Aesch. Hept. 95; Epig. arithm. probl. 17 (XIV, 123).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit fortement.
Étymologie: ἄγαν, στένω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάστονος:
1 оглушительно воющий, завывающий (Ἀμφιτρίτη Hom., HH);
2 громко стонущий, плачущий навзрыд (sc. παρθένοι Aesch.; μήτηρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάστονος: -ον, ὁ μεγάλα στενάζων, ἠχῶν, παταγῶν, ἐπὶ τοῦ ὑποκώφου ῥόθου τῶν κυμάτων, Ὀδ. Μ, 97, Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 94. 2) μεγαλοφώνως θρηνῶν, Αἰσχύλ. Θ. 97.
English (Autenrieth)
(στένω): moaning, epithet of Amphitrite (i. e. the Sea), Od. 12.97†.
Greek Monotonic
ἀγάστονος: -ον (στένω), αυτός που γογγύζει με δύναμη, που ουρλιάζει, που στενάζει υπερβολικά ή ωρύεται, λέγεται για το θόρυβο των κυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που θρηνεί, που οδύρεται μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
στένω
much groaning, howling, of waves, Od.: loud-wailing, Aesch.