πολυωφελής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυωφελής''': -ές, ([[ὄφελος]]) ὁ [[λίαν]] [[ὠφέλιμος]], ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους [[ὠφέλιμος]], Ἀριστ. Νικ. 1. 3, 7, Διον. Ἁλ. 1. 36, κτλ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 304· ὑπερθ. πολυωφελέστατα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 1.
|lstext='''πολυωφελής''': -ές, ([[ὄφελος]]) ὁ [[λίαν]] [[ὠφέλιμος]], ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους [[ὠφέλιμος]], Ἀριστ. Νικ. 1. 3, 7, Διον. Ἁλ. 1. 36, κτλ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 304· ὑπερθ. πολυωφελέστατα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fort utile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄφελος]].
}}
}}