πολυωφελής
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
πολυωφελές, (ὄφελος) very useful, Arist.EN 1095a11, D.H.1.36, etc.: Comp., SIG1164 (Dodona, iv/iii B.C.): Sup., λογισμός Ael.NAPraef. Adv. πολυωφελῶς, τῇ πόλει Ar.Th.304: Sup. πολυωφελέστατα X.Eq.Mag.1.1.
German (Pape)
[Seite 678] ές, vielfach oder sehr nützlich; S. Emp. adv. eth. 132; Iambl.; – im adv., Ar. Thesm. 304; – superl. πολυωφελέστατος, Xen. Hipparch. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fort utile.
Étymologie: πολύς, ὄφελος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυωφελής -ές [πολύς, ὀφείλω] heel nuttig.
Russian (Dvoretsky)
πολυωφελής: весьма полезный Sext.: πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων εἰδέναι Arst. было бы весьма полезно знать об этом.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ ωφέλιμος, χρήσιμος με πολλούς τρόπους.
επίρρ...
πολυωφελῶς ΜΑ
κατά τρόπο πολυωφελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ωφελής (< ὄφελος, τὸ), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
πολυωφελής: -ές (ὄφελος), πολύ ωφέλιμος, ο χρήσιμος με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. -λῶς, υπερθ. -ωφελέστατα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολυωφελής: -ές, (ὄφελος) ὁ λίαν ὠφέλιμος, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους ὠφέλιμος, Ἀριστ. Νικ. 1. 3, 7, Διον. Ἁλ. 1. 36, κτλ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 304· ὑπερθ. πολυωφελέστατα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 1.
Middle Liddell
πολυ-ωφελής, ές ὄφελος
very useful, useful in many ways, Arist. adv. -λῶς, Sup. -ωφελέστατα, Xen.