3,270,629
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· [[διεγερτικός]], [[μέλος]] τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς [[ἀπονυστακτέον]] Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C. | |lstext='''ἐπεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· [[διεγερτικός]], [[μέλος]] τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς [[ἀπονυστακτέον]] Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à réveiller, à exciter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεγείρω]]. | |||
}} | }} |