3,277,002
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἅβρα''': ἡ, εὐνοουμένη [[δούλη]]· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ἁβρός]]· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322). | |lstext='''ἅβρα''': ἡ, εὐνοουμένη [[δούλη]]· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ἁβρός]]· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />jeune femme, jeune fille de confiance de la maîtresse de maison.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym. -- Babiniotis pê apparenté à [[ἥβη]]. | |||
}} | }} |