ὄζος: Difference between revisions

153 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄζος''': Αἰολ. [[ὕσδος]], (Σαπφὼ 94), ὁ, [[κλάδος]], [[κλών]], [[βλαστός]], Ἰλ. Α. 234., Β. 312, κτλ., Ἡσ., Πίνδ. κτλ.˙ - [[κυρίως]] ὁ [[κόμβος]] ἢ [[ὀφθαλμός]], ἐξ οὗ φύεται τὸ [[φύλλον]] ἢ ὁ [[κλάδος]], Λατιν. nodus, Ἀριστ. π. Νεότητ. 3. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9˙ τυφλὸς [[ὄζος]], [[κόμβος]], ἢ ὀφθαλμὸς [[ἄγονος]], [[αὐτόθι]], 1. 8, 4˙ [[σκύταλον]] κεχαραγμένον ὄζοις Θεόφρ. 17. 31˙ - [[σάρκινος]] [[ὄζος]], ἐπὶ τοῦ [[ὠτός]], Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 9. ΙΙ. μεταφ., [[βλαστός]], [[ὄζος]] Ἄρηος, ὡς ἐπίθ. ἀνδρείων πολεμιστῶν, Ἰλ. Β. 540., Μ. 188, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὼ θησείδα, ὄζω Ἀθηνῶν Εὐρ. Ἐκάβ. 125˙ χρυσοῦ [[ὄζος]] [[ἀδάμας]] ἐκλήθη Πλάτ. Τίμ. 59Β. πρβλ. ἕρνος ΙΙ, [[θάλος]]. (Ἐπειδὴ τὸ ὄζος πρέπει νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ Γοτθ. ast ([[κλάδος]]), ὁ Κούρτ ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ ὅσχος).
|lstext='''ὄζος''': Αἰολ. [[ὕσδος]], (Σαπφὼ 94), ὁ, [[κλάδος]], [[κλών]], [[βλαστός]], Ἰλ. Α. 234., Β. 312, κτλ., Ἡσ., Πίνδ. κτλ.˙ - [[κυρίως]] ὁ [[κόμβος]] ἢ [[ὀφθαλμός]], ἐξ οὗ φύεται τὸ [[φύλλον]] ἢ ὁ [[κλάδος]], Λατιν. nodus, Ἀριστ. π. Νεότητ. 3. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9˙ τυφλὸς [[ὄζος]], [[κόμβος]], ἢ ὀφθαλμὸς [[ἄγονος]], [[αὐτόθι]], 1. 8, 4˙ [[σκύταλον]] κεχαραγμένον ὄζοις Θεόφρ. 17. 31˙ - [[σάρκινος]] [[ὄζος]], ἐπὶ τοῦ [[ὠτός]], Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 9. ΙΙ. μεταφ., [[βλαστός]], [[ὄζος]] Ἄρηος, ὡς ἐπίθ. ἀνδρείων πολεμιστῶν, Ἰλ. Β. 540., Μ. 188, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὼ θησείδα, ὄζω Ἀθηνῶν Εὐρ. Ἐκάβ. 125˙ χρυσοῦ [[ὄζος]] [[ἀδάμας]] ἐκλήθη Πλάτ. Τίμ. 59Β. πρβλ. ἕρνος ΙΙ, [[θάλος]]. (Ἐπειδὴ τὸ ὄζος πρέπει νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ Γοτθ. ast ([[κλάδος]]), ὁ Κούρτ ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ ὅσχος).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pousse, branche ; rejeton.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>lat.</i> nidus, de la R. *sed-, cf. [[ἕζομαι]].
}}
}}